ΑΔΕΔΥ. Γνωμοδότηση για τις διεκδικήσεις των δώρων και επιδόματος αδείας

ΑΔΕΔΥ. Γνωμοδότηση για τις διεκδικήσεις των δώρων και επιδόματος αδείας

Γνωμοδότηση για τις αποφάσεις Ολομέλειας του ΣτΕ για 13ο 14ο μισθό




Στην από 25/7/2019 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της νομικής συμβούλου της ΑΔΕΔΥ επί των αποφάσεων 1307-1316/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν συνταγματική την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, που έγινε με τις διατάξεις του Νόμου 4093/2012 μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής:

IV. Περαιτέρω, με αφορμή τις ως άνω αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ και σε συνέχεια σχετικών ερωτημάτων που μου ετέθησαν υπόψη από την Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ, παρατηρούνται τα ακόλουθα:

1. Καθίσταται σαφές ότι, στην περίπτωση που έχουν εισπραχθεί χρήματα από υπαλλήλους υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση αποφάσεων ειρηνοδικείων ή μονομελών πρωτοδικείων, δεν ανακύπτει κανένα ζήτημα επιστροφής τους συνεπεία των εκδοθεισών αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ. Διάφορο παραμένει το ζήτημα, εάν στις αντίστοιχες υποθέσεις έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου από τον αντίδικο-Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ/ΝΠΙΔ. Εφόσον, εν τούτοις, η είσπραξη των χρημάτων έλαβε χώρα σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως και το αντίδικο Δημόσιο, ΟΤΑ ή ΝΠΠΔ ή ΝΠΙΔ παραιτήθηκε των ενδίκων μέσων, δεν μπορεί πλέον δικονομικά η εν λόγω απόφαση να ανατραπεί. Συνακόλουθα, ουδεμία επιρροή ασκούν στις περιπτώσεις αυτές οι εκδοθείσες αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ.

2. Όσοι υπάλληλοι, υπηρετούντες με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου ή αορίστου χρόνου έχουν πετύχει την έκδοση πρωτόδικων δικαστικών αποφάσεων από τα κατά τόπον αρμόδια Ειρηνοδικεία την παρούσα χρονική στιγμή, δεν μπορούν να εισπράξουν χρήματα όσο εκκρεμεί η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως ή εφόσον έχει ασκηθεί έφεση (πρβλ. άρθρο 519 ΚΠολΔ, με την επιφύλαξη να έχει κηρυχθεί η πρωτόδικη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή). Λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος τόσο της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως, όσο και της ασκηθείσας εφέσεως (εφόσον έχει ήδη κατατεθεί) δεν μπορούν τα εν λόγω πρόσωπα δικονομικώς να εισπράξουν χρήματα. Εάν δεν γίνουν εφέσεις από το αντίδικο (Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ), τότε ισχύουν mutatis mutandis τα όσα αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχείο 1), ήτοι οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν δικονομικώς να ανατραπούν και τα εισπραχθησόμενα χρήματα δεν μπορούν να αναζητηθούν πλέον. Εάν ασκηθούν εφέσεις από το αντίδικο, οι ενάγοντες υπάλληλοι δεν μπορούν να εισπράξουν χρήματα μέχρι να εκδοθούν οι οικείες αποφάσεις από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια

Το πλήρες κείμενο της γνωμοδότησης

 

Ολομέλεια ΣτΕ. Συνταγματικές οι περικοπές στους δημοσίους υπαλλήλους των δώρων και επιδόματος αδείας

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε συνταγματικές τις περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος θερινής άδειας των εν ενεργεία υπαλλήλων του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα

Συγκεκριμένα:

Η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγητές οι σύμβουλοι Επικρατείας, Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης) με μια σειρά αποφάσεων της (1307-1316/2019) έκρινε κατά πλειοψηφία  (μειοψήφησαν 2 αντιπρόεδροι και 4 σύμβουλοι Επικρατείας), μεταξύ των άλλων, ότι η κατάργηση των τριών επιδομάτων, «τεκμηριώνεται επαρκώς» και δεν παρίσταται απρόσφορο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για «την επίτευξη των επιδιωκόμενων  σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος».

Περαιτέρω, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, «κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει:

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011,

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ) και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα)».

Κατά συνέπεια, υπογραμμίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο».

Επιπλέον, σημειώνουν οι δικαστές του ΣτΕ, «η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του».

Σε άλλο σημείο οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι «το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα».

Παράλληλα, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις  το ΣτΕ «μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο».



Η άποψη της μειοψηφίας Μειοψηφίας

Σύμφωνα με τη μειοψηφία, με τον ίδιο ν. 4093/2012 και με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, τα οποία με προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν καθ’ εαυτά απρόσφορα, ανεπαρκή και, συνεπώς, ακατάλληλα να στηρίξουν περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, έλαβε χώρα και η επίδικη ήδη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας των εν ενεργεία λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου.

Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, όπως και στις προηγηθείσες ως άνω περιπτώσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια.

Εξάλλου, δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας.

Πέραν αυτού, «απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011».

«Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών».