Προστασία κύριας κατοικίας οφειλέτη επιλέξιμου του νόμου 4605/2019

Προστασία κύριας κατοικίας οφειλέτη επιλέξιμου του νόμου 4605/2019

Η προστασία της κύριας κατοικίας και η υπαγωγή του οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου 4605/2019 είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο εφόσον αυτός κρίθηκε επιλέξιμος

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ: 1/2020

Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας

Προστασία Κύριας Κατοικίας

Προστασία κύριας κατοικίας – Αίτηση άρθρου 77 ν. 4605/2019 επιλέξιμου από τη πλατφόρμα οφειλέτη που δεν του υποβλήθηκε πρόταση – Παραδεκτό και ορισμένο της αιτήσεως – Παράλειψη υποβολής πρότασης από πιστωτή, χωρίς επίκληση μη επιλεξιμότητας ή μη επιδεκτικότητα ρύθμισης οφειλής -.

Διάκριση μεταξύ άρνησης υποβολής πρότασης και παράλειψης. Αποτελέσματα παράλειψης: Σιωπηρή άρνηση συναινετικής ρύθμισης, ανεπιτυχής ολοκλήρωση διαδικασίας που διεξάγεται μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας, μη αμφισβήτηση επιλεξιμότητας από τον πιστωτή, ο τελευταίος συνομολογεί τη σωρευτική συνδρομή των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας του άρθρου 68 του ν.4605/2019. Επί μη αμφισβήτησης η προστασία της κύριας κατοικίας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο το οποίο αποφασίζει αποκλειστικά επί των ειδικότερων όρων της προστασίας αυτής κατά το άρθρο 75 του νόμου 4605/2019. Δικαστική ρύθμιση του χρέους. Προσδιορισμός όρων προστασίας: α) ύψος υποχρεωτικού ανταλλάγματος β) χρονικό διάστημα αποπληρωμής του. Προϋποθέσεις περιορισμού του ποσού και της διάρκειας. Συνεισφορά Δημοσίου. Ο προσδιορισμός του ποσοστού της συνεισφοράς δεν συνιστά ειδικότερο όρο της δικαστικής ρύθμισης υπολογίζεται από την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασία Κύριας κατοικίας




Απόσπασμα της απόφασης

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η κύρια κατοικία του επιλέξιμου, κατά το άρθρο 68 του νόμου, οφειλέτη, προστατεύεται υπό όρους, αυτούς που προβλέπει ο νόμος:

α) της καταβολής από τον οφειλέτη του 120% της αξίας της προστατευόμενης κύριας κατοικίας, εκτός αν η οφειλή του είναι μικρότερη, οπότε καταβάλλεται το μικρότερο αυτό ποσό, ως το σύνολο της οφειλής και

β) της καταβολής του ποσού αυτού, του 120% της αξίας της προστατευόμενης κύριας κατοικίας ή μικρότερου, ανάλογα με το σύνολο της οφειλής, εντόκως με επιτόκιο ίσο με το Euribor τριμήνου + 2% και σε χρονικό διάστημα 25 ετών, ήτοι σε 300 μηνιαίες ισόποσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

Περιορισμός της 25ετούς διάρκειας της ρύθμισης προβλέπεται μόνο όταν αυτή υπερβαίνει το 80° έτος της ηλικίας του οφειλέτη και δεν έχει συμβληθεί εγγυητής, αποδοχής των πιστωτών, ευθυνόμενος για την τήρησή της ως αυτοφειλέτης. Ο περιορισμός αυτός δικαιολογείται από την ανάγκη περιορισμού του αναλαμβανόμενου από τους πιστωτές κινδύνου αθέτησης της ρύθμισης από τον οφειλέτη, βάσει του προσδόκιμου βιωσιμότητας ατόμων μεγάλης ηλικίας.

Η σύντμηση της 25ετούς διάρκειας της ρύθμισης είναι δυνατή μόνο λόγω ηλικίας του οφειλέτη και όχι για άλλους λόγους, όπως η μεγαλύτερη ικανότητα αποπληρωμής που αυτός διαθέτει, η εξάντληση της οποίας άλλωστε θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του ποσού, που θα πρέπει να συνεισφέρει το Δημόσιο, με σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, αφού η επιδότηση στηρίζεται σε μία ρύθμιση προδιαγεγραμμένη εκ των προτέρων προκειμένου να είναι προβλέψιμη η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η προστασία της κύριας κατοικίας και η εν τέλει υπαγωγή του οφειλέτη στο προστατευτικό πλαίσιο του ν. 4605/2019 είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο εφόσον αυτός κρίθηκε επιλέξιμος, είτε επειδή αποδείχθηκε ότι πληροί σωρευτικά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του νόμου, είτε επειδή η επιλεξιμότητά του δεν αμφισβητήθηκε.

Το δικαστήριο θέτει σε καθεστώς προστασίας την κύρια κατοικία του επιλέξιμου οφειλέτη και προβαίνει σε δικαστική ρύθμιση της οφειλής προκειμένου να επιβάλλει τους ειδικότερους όρους υπό τους οποίους αυτή προστατεύεται, προσδιορίζοντας, με βάση το συνολικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο οφειλέτης για την προστασία της κύριας κατοικίας του και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου υποχρεούται να καταβάλλει το ποσό αυτό, το πλήθος και το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων.

Στην αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων συνεισφέρει το Δημόσιο καταβάλλοντας συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί σε τμήμα του ποσού της μηνιαίας δόσης που προσδιορίζει το δικαστήριο.

Η συνεισφορά του Δημοσίου, ανάλογα με τη σύνθεση του νοικοκυριού και το ύψος του ετήσιου οικογενειακού εισοδήματος του οφειλέτη, κυμαίνεται από το 20% έως και το 50% της μηνιαίας δόσης και υπολογίζεται από την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας στην οποία ο οφειλέτης μεταφορτώνει τη δικαστική απόφαση και εισάγει τα στοιχεία της μηνιαίας δόσης της δικαστικής ρύθμισης.

Ως στοιχεία της μηνιαίας δόσης νοούνται αυτά που προσδιορίστηκαν από το δικαστήριο κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 75, δηλαδή το πλήθος και το ύψος των μηνιαίων καταβολών και όχι ο ποσοστιαίος προσδιορισμός της συνεισφοράς του Δημοσίου στο ορισθέν ποσό της μηνιαίας δόσης, αφού, το στοιχείο αυτό, αφενός δεν αποτελεί ειδικότερο όρο για την προστασία της κύριας κατοικίας κατ’ άρθρο 75, αφετέρου προσδιορίζεται από την Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας προκειμένου να υπολογιστεί συγκεκριμένο χρηματικό ποσό συνεισφοράς του Δημοσίου στις μηνιαίες καταβολές της δικαστικής ρύθμισης (άρθρο 4 κεφάλαιο -Β Διαδικασία Δικαστικής Ρύθμισης-).

Επομένως, αρμόδιο όργανο για τον υπολογισμό της συνεισφοράς του Δημοσίου είναι η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (ΓΓΠΣ), στις υποδομές της οποίας λειτουργεί η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα Προστασίας Κύριας Κατοικίας όπου η υποβληθείσα από τον οφειλέτη ηλεκτρονική αίτηση για συναινετική ρύθμιση των οφειλών επέχει θέση αίτησης και για τη συνεισφορά του Δημοσίου

Το πλήρες κείμενο της ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1/2020 του ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ στο dsanet.gr