Αλλαγές στην παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος

Αλλαγές στην παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος

Ποιοι θεωρούνται ως πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την παροχή νομικής βοήθειας

Νόμος 4689/2020 – ΦΕΚ Τεύχος A 103/27.05.2020
Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2016/800, 2017/1371, 2017/541, 2016/1919, 2014/57/ΕΕ, κύρωση του Μνημονίου Διοικητικής Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, τροποποιήσεις του ν. 3663/2008 (Α’99) προς εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1727 και άλλες διατάξεις.

IV. ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/1919 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 26ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΓΙΑ ΥΠΟΠΤΟΥΣ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥΣ ΣΕ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ (ΕΕ L 297/4.11.2016)

Άρθρο 41
Δικαιούχοι νομικής βοήθειας
(άρθρο 1 της Οδηγίας)

1. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίστανται ως εξής:

«2. Ως πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την παροχή νομικής βοήθειας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις θεωρούνται εκείνοι, των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η κείμενη νομοθεσία. Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή η διένεξη.
3. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας ως προς τις τυχόν ποινικές και αστικές αξιώσεις τους είναι και τα θύματα των εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 187Α, 187Β, 323Α, 324, 339, 342, 348 παρ. 2 εδάφιο πρώτο, 348Α, 351Α Π.Κ. και στα άρθρα 29 παρ. 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014, καθώς και τα ανήλικα θύματα των πράξεων που προβλέπονται στα άρθρα 336, 338, 343, 345, 348, 348Β, 348Γ και 349 Π.Κ.. Στις περιπτώσεις αυτές, το εκάστοτε αρμόδιο όργανο, κατά τις διατάξεις του παρόντος, για παροχή νομικής βοήθειας μπορεί, αν κριθεί αναγκαίο, να διορίσει συνήγορο αυτεπαγγέλτως από τις καταστάσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 3.»

2. Στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 4, ως εξής:

«4. Ειδικά, σε ότι αφορά την παροχή νομικής βοήθειας σε υπόπτους, κατηγορουμένους ή εκζητουμένους, καθώς και σε παρισταμένους προς υποστήριξη της κατηγορίας ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 6.»




 

Άρθρο 42
Αίτηση για παροχή νομικής βοήθειας και αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου
(άρθρα 1 και 2 της Οδηγίας)

1. Το εδάφιο πρώτο της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη ή την πράξη για την οποία ζητείται η παροχή νομικής βοήθειας.»

2. Στο άρθρο 2 του ν. 3226/2004 προστίθεται παρ. 6, ως εξής:

«6. Στις περ. των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδ. β’, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, χωρίς τήρηση της διαδικασίας του παρόντος άρθρου

Άρθρο 43
Διορισμός δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας
(άρθρο 7 παρ. 1-3 της Οδηγίας)

Το άρθρο 3 του ν. 3226/2004 (Α’ 24), αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3
Διορισμός δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας

1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας, η επιλογή γίνεται βάσει αντίστοιχης καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος, κατ’ αλφαβητική σειρά. Το ποσό της αμοιβής προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο, το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Με την επιφύλαξη της παρ. 3, η ετήσια αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον δικηγόρο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 16 Σεπτεμβρίου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους.

2. Για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί για μία μόνον υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ’ εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ως δικηγόρος νομικής βοήθειας ο δικηγόρος που χειρίστηκε την ίδια υπόθεση, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, σε προηγούμενο στάδιο.

3. Για τις ποινικές υποθέσεις, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση συνηγόρων νομικής βοήθειας οι δικηγόροι που έχουν τουλάχιστον πέντε (5) παραστάσεις ως συνήγοροι υπεράσπισης ή παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας. Προκειμένου για άσκηση αίτησης αναίρεσης ή για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής, απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του συνηγόρου και η προϋπόθεση του δικαιώματος παράστασης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο δικαιούμενος εγγραφής δηλώνει με την αίτηση συμμετοχής του αν επιθυμεί να οριστεί ως συνήγορος νομικής βοήθειας στην προανάκριση του άρθρου 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε επείγουσες ανακριτικές πράξεις. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος, του οποίου τα μέλη υπερβαίνουν τα πενήντα (50), συντάσσει μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα ξεχωριστά για υποθέσεις στις παραπάνω διαδικασίες και για υποθέσεις στο Πρωτοδικείο, στο Εφετείο και στον Άρειο Πάγο, με επισημείωση των συνηγόρων που δικαιούνται παράστασης στον Άρειο Πάγο. Οι δύο ανωτέρω καταστάσεις αναρτώνται ανά μήνα στην ιστοσελίδα της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και στην ιστοσελίδα του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, τα μέλη των οποίων είναι λιγότερα των πενήντα (50), συντάσσουν μία μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα, χωρίς τις ανωτέρω κατηγοριοποιήσεις, την οποία αναρτούν κατά τα ως άνω. Για τους παραπάνω Δικηγορικούς Συλλόγους, εφόσον δεν υφίσταται επαρκής αριθμός συνηγόρων, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση και δικηγόροι που δεν πληρούν την προϋπόθεση του εδαφίου α’. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί ως συνήγορος για μία μόνον υπόθεση του δικαιούμενου νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Σε περίπτωση παράλειψης ανάρτησης των ανωτέρω καταστάσεων, η επιλογή γίνεται από τις αντίστοιχες καταστάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων της Περιφέρειας του οικείου Εφετείου. Η ετήσια αμοιβή του συνηγόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του συνηγόρου προκύπτει από το ειδικό γραμμάτιο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπλέον της αμοιβής καταβάλλονται οι δαπάνες λήψης αντιγράφων της δικογραφίας και μετακίνησης για τους σκοπούς της εντολής, με την προσκόμιση σχετικής απόδειξης. Σε περιπτώσεις δικών μακράς διάρκειας (πολυήμερης δικαστικής διαδικασίας), ο συνήγορος δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 1 περ. β’.

4. Το εκάστοτε αρμόδιο όργανο για τον διορισμό δικη-γόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας συντάσσει μηνιαία έκθεση για τους δικηγόρους ή συνηγόρους νομικής βοήθειας που διορίσθηκαν, καθώς και για εκείνους που αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπόθεση ή παραιτήθηκαν του έργου τους. Η έκθεση αυτή αποστέλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.

5. Ο διοριζόμενος δικηγόρος ή συνήγορος νομικής βοήθειας, ο συμβολαιογράφος ή ο δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να δεχθεί και να εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

6. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 3 σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περ. των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 99, 200, 340, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

7. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι διοργανώνουν ετήσια εκπαιδευτικά σεμινάρια για τους συνηγόρους νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις, με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου.

8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να οριστούν λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 44
Καταλογισμός δαπανών σε περίπτωση παροχής νομικής βοήθειας με αναληθή στοιχεία
(άρθρο 4 παρ. 2, 3 και άρθρο 5 παρ. 3 της Οδηγίας)

Η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Ο αιτών που πέτυχε την παροχή νομικής βοήθειας με αναληθή αίτηση ή στοιχεία υποχρεούται σε απόδοση των δαπανών, από τις οποίες απαλλάχθηκε. Ο καταλογισμός των παραπάνω δαπανών γίνεται με απόφαση που εκδίδεται από τον ειδικώς ορισθέντα πρωτοδίκη της παρ. 1 του άρθρου 7. Η είσπραξη των σχετικών ποσών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων».

Άρθρο 45
Διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις
(άρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 της Οδηγίας)

Τα άρθρα 6 και 7 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίστανται ως εξής:

«Άρθρο 6
Δικαιούχος νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις
(άρθρα 2-5 της Οδηγίας)

1. Η παροχή νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις συνίσταται στον διορισμό συνηγόρου.

2. Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) με την επιφύλαξη της παρ. 4, το μέσο ετήσιο ατομικό ή οικογενειακό, κατά περίπτωση, φορολογητέο εισόδημα των τριών (3) τελευταίων ετών από κάθε πηγή δεν υπερβαίνει: (i) για άγαμο το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα, (ii) για έγγαμο ή μέρος συμφώνου συμβίωσης το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, προσαυξανόμενου του ανωτέρου ποσού κατά χίλια (1.000) ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο και μέχρι τέσσερα (4) τέκνα και

β) στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης του άρθρου 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης, ερευνάται αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών και καλείται για παροχή εξηγήσεων ή απολογία ή διενεργείται ανακριτική πράξη, κατά την οποία δικαιούται να παρίσταται ο ίδιος ή/και ο συνήγορος, όπως μεταξύ άλλων και κατά τη: i) διέλευση προσώπων για αναγνώριση, ii) κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ή iii) αναπαράσταση του εγκλήματος,

γ) στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών,

δ) στις περιπτώσεις άσκησης προβλεπόμενου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή παράστασης κατά τη συζήτηση τέτοιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, παραπέμπεται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών ή έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι (6) μηνών, καθώς και στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατά αθωωτικής απόφασης και η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο άνω των δύο (2) ετών.

Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι επίσης κάθε εκζητούμενος δυνάμει αίτησης εκδόσεως άλλου κράτους ή ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε ή εκτελείται από τις ελληνικές αρχές, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας ή του τόπου κατοικίας ή συνήθους διαμονής του, εφόσον πληρούνται τα ανωτέρω οικονομικά κριτήρια. Στις περιπτώσεις εκζητουμένου δυνάμει αίτησης εκδόσεως άλλου κράτους ορίζεται συνήγορος νομικής βοήθειας από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητουμένου και μέχρι αυτός να εκδοθεί ή μέχρι η απόφαση για τη μη έκδοσή του να καταστεί τελεσίδικη. Σε ό,τι αφορά τον εκζητούμενο δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκτελείται ή εκδόθηκε από τις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας του ν. 3251/2004 (Α’ 127), ορίζεται συνήγορος νομικής βοήθειας: (α) σε περιπτώσεις εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από τις ελληνικές αρχές, από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητούμενου και μέχρι αυτός να παραδοθεί ή μέχρι η απόφαση για τη μη παράδοσή του καταστεί τελεσίδικη, (β) σε περιπτώσεις έκδοσης από τις ελληνικές αρχές ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκτελείται σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη στιγμή της σύλληψης του εκζητούμενου και μέχρι να παραδοθεί αυτός ή μέχρι η απόφαση για τη μη παράδοσή του καταστεί τελεσίδικη.

3. Στην περίπτωση που κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ο ύποπτος, κατηγορούμενος ή εκζητούμενος είναι άνεργος για περισσότερο από δώδεκα (12) μήνες, δικαιούται νομικής βοήθειας, ακόμα και αν το μέσο ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του κατά τα τρία (3) τελευταία έτη υπερβαίνει τα ανωτέρω όρια της παρ. 2, εφόσον όμως το υπερβάλλον ποσό δεν ξεπερνά το 1/3 των ως άνω ορίων.

4. Κατά τον έλεγχο της πλήρωσης των χρηματικών ορίων των παρ. 2 και 4, δεν συνυπολογίζονται ποσά που προέρχονται από την καταβολή προνοιακών και κοινωνικών επιδομάτων. Αν υπάρχουν καταθέσεις του αιτούντος σε τράπεζες της Ελλάδας ή του εξωτερικού, τα οικεία ποσά συνυπολογίζονται για την πλήρωση των παραπάνω χρηματικών ορίων μαζί με το ατομικό ή οικογενειακό, κατά περίπτωση, φορολογητέο εισόδημα από κάθε πηγή του τελευταίου φορολογικού έτους πριν την κατάθεση της αίτησης.

5. Στις περ. των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, ανεξαρτήτως της συνδρομής των όρων του παρόντος άρθρου.

6. Δικαιούχος νομικής βοήθειας είναι επίσης ο δικαιούμενος σε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, εφόσον: α) πληρούνται τα οικονομικά κριτήρια των παρ. 2, 4 και 5 και β) στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας σε πρώτο βαθμό, η εκδίκαση αφορά αδίκημα για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών ή, στις περιπτώσεις άσκησης προβλεπόμενου στο νόμο ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου ή παράστασης κατά τη συζήτηση τέτοιου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ποινή στέρησης της ελευθερίας με ανώτατο όριο τουλάχιστον δύο (2) ετών ή έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

Άρθρο 7
Διαδικασία παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις – Διορισμός συνηγόρου
(άρθρα 6 – 9 της Οδηγίας)

1. Αρμόδια αρχή για την εξέταση της αίτησης παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις είναι ειδικώς ορισθείς πρωτοδίκης του τόπου διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης ή της ανάκρισης ή του τόπου εκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Ο αιτών υποβάλλει την αίτηση και τα δικαιολογητικά των παρ. 2 πρώτο εδάφιο και 5 ή της παρ. 4, επί ποινή απαραδέκτου: α) εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας στις περιπτώσεις διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης, β) στις περιπτώσεις ορισμού δικασίμου σε οιοδήποτε βαθμό δικαιοδοσίας έναν (1) μήνα πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης ή επτά (7) εργάσιμες ημέρες στις περιπτώσεις σύντμησης προθεσμίας, γ) εντός του αναγκαίου χρόνου για την εμπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Η απόφαση του δικαστή κοινοποιείται στον αιτούντα με σύνταξη σχετικής έκθεσης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών του αιτούντα, όταν αυτός είναι ευάλωτο πρόσωπο. Κατά της απορριπτικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών του τόπου διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης ή της ανάκρισης ή του τόπου εκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης του ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από την κοινοποίηση της απόφασης ή εντός του αναγκαίου χρόνου σε περίπτωση άσκησης ενδίκου βοηθήματος ή ενδίκου μέσου. Κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της προσφυγής δεν επιτρέπεται ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο.

2. Στην προανάκριση που διενεργείται κατ’ άρθρο 245 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο αιτών, που στερείται της ελευθερίας του κατόπιν σύλληψης, υποβάλλει την αίτηση, αμέσως μετά την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας, ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου οργάνου, το οποίο ερευνά την τέλεση του αδικήματος. Σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των αναγκαίων δικαιολογητικών, αρκεί δήλωση του αιτούντος περί πλήρωσης των οικονομικών κριτηρίων της παρ. 2 εδάφιο πρώτο ή της παρ. 4 του άρθρου 6. Σε περίπτωση αναληθούς δήλωσης εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/ 1986 (Α’ 75). Εφόσον πληρούται και η προϋπόθεση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6, το αρμόδιο προανακριτικό όργανο ορίζει αμελλητί συνήγορο νομικής βοήθειας στον αιτούντα από την οικεία κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου διεξαγωγής της προανάκρισης. Ο διορισμός ισχύει μέχρι το πέρας της αυτόφωρης διαδικασίας, εκτός εάν ο δικαιούχος νομικής βοήθειας με αίτησή του, συνυποβάλλοντας και τα σχετικά δικαιολογητικά για την οικονομική του κατάσταση, ζητήσει τον επαναδιορισμό του ιδίου συνηγόρου νομικής βοήθειας.

3. Στη διαδικασία έκδοσης ή έκδοσης και εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο αιτών, που στερείται της ελευθερίας του κατόπιν σύλληψης, υποβάλλει την αίτηση, αμέσως μετά την ενημέρωσή του για το δικαίωμα παροχής νομικής βοήθειας, ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέως Εφετών. Σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των αναγκαίων δικαιολογητικών, αρκεί δήλωση του αιτούντος περί πλήρωσης των οικονομικών κριτηρίων του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 ή της παρ. 4 του άρθρου 6. Σε περίπτωση αναληθούς δήλωσης εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75). Ο αρμόδιος Εισαγγελέας ορίζει αμελλητί συνήγορο νομικής βοήθειας στον αιτούντα από την οικεία κατάσταση του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Εφετείου.

4. Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο διορισμός του συνηγόρου νομικής βοήθειας ισχύει μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας έκδοσης ή της διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

5. Ο δικαιούχος νομικής βοήθειας έχει δικαίωμα, με αιτιολογημένη δήλωσή του, να αρνηθεί τον συνήγορο που του διορίσθηκε. Σε αυτήν την περίπτωση το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο ανακαλεί την απόφαση διορισμού και με νέα απόφαση διορίζει σε αυτόν άλλο συνήγορο νομικής βοήθειας. Σε περίπτωση νέας άρνησης του δικαιούχου, δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση διορισμού συνηγόρου νομικής βοήθειας σε αυτόν.

6. Στις περ. των άρθρων 99 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, 340 παρ. 1 και 2, 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, η νομική βοήθεια χορηγείται αποκλειστικά με βάση όσα ορίζουν οι οικείες διατάξεις, ανεξαρτήτως της συνδρομής των όρων του παρόντος άρθρου

Άρθρο 46
Καταργούμενη διάταξη
Το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) καταργείται.

Άρθρο 47
Στατιστικά δεδομένα
(άρθρο 10 παρ. 1 της Οδηγίας)

1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μεριμνά για την τήρηση στατιστικών δεδομένων σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων περί παροχής νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας.

2. Μέχρι την 25 Μαΐου 2021 και ακολούθως ανά τριετία από την ως άνω ημερομηνία, διαβιβάζονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα διαθέσιμα δεδομένα που αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο έχουν τεθεί σε εφαρμογή τα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.