Διαδικτυακή πειρατεία: Σύνδεση IP με ΑΦΜ χρήστη και πρόστιμα. Σημαντικές αλλαγές στο πλαίσιο σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις για την καταπολέμηση της πειρατείας μέσω διαδικτύου με τον νέο νόμο 5179/2025, που προβλέπει για πρώτη φορά την επιβολή προστίμου 750 ευρώ και σε βάρος του ιδιώτη-χρήστη, το οποίο διπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής.
Η χρήση πειρατικών υπηρεσιών συνοδεύεται από σημαντικούς κινδύνους και έχει δυσμενείς επιπτώσεις για τους τελικούς χρήστες.
Ειδικότερα:
Η παράνομη πρόσβαση των χρηστών σε προστατευόμενο περιεχόμενο καθίσταται ξεκάθαρα ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον 2.900 ευρώ, ενώ η ποινική διαδικασία επιταχύνεται.
Επίσης, προβλέπεται η επιβολή διοικητικού προστίμου στον τελικό χρήστη πειρατικής συνδρομής, σε όσους προβάλλουν παράνομα, δημόσια, προστατευόμενο περιεχόμενο, με ή χωρίς εμπορικό όφελος (πειρατές, πειρατικοί ακτιβιστές, καφέ και μπαρ με παράνομες συνδρομές) και σε όσους διαφημίζουν πειρατικές υπηρεσίες ή διαφημίζονται σε αυτές.
Τα διοικητικά πρόστιμα που προβλέπονται είναι 750 ευρώ για τον τελικό χρήστη, 1.500 ευρώ για τους πειρατικούς ακτιβιστές και 5.000 ευρώ όταν υπάρχει παράνομη εμπορική δραστηριότητα (για πειρατές, καφέ και μπαρ κ.λπ. και για όσους διαφημίζουν πειρατικές υπηρεσίες ή διαφημίζονται σε αυτές). Σε περίπτωση υποτροπής τα διοικητικά πρόστιμα διπλασιάζονται (1.500, 3.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα).
Το αξιόποινο εξαλείφεται όταν ο παραβάτης καταβάλει το διπλάσιο του προστίμου (2×750 ευρώ για τον τελικό χρήστη).
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 4218/2025) η υπ’ αριθμ. 358834 κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, με την οποία θεσπίζεται ένα νέο και πλήρες σύστημα για την επιβολή και είσπραξη των διοικητικών προστίμων που προβλέπονται στο άρθρο 65Α του ν. 2121/1993 περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Η απόφαση αυτή έρχεται ως συνέχεια της τροποποίησης του άρθρου 65Α με το άρθρο 82 του ν. 5179/2025 και ενσωματώνει ουσιαστικές καινοτομίες για την καταπολέμηση των παραβάσεων σε φυσικό και ψηφιακό περιβάλλον.
Σκοπός της υπουργικής απόφασης είναι να ρυθμίσει αναλυτικά την διαδικασία με την οποία διαπιστώνονται οι παραβάσεις, επιβάλλονται και εισπράττονται τα αντίστοιχα πρόστιμα, διασφαλίζοντας την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα των διοικητικών ελέγχων. Η απόφαση καλύπτει όλο το φάσμα των παραβάσεων, από την κατοχή και διανομή παράνομων αντιγράφων λογισμικού ή υλικών φορέων ήχου, μέχρι την αναμετάδοση και παράνομη εκμετάλλευση οπτικοακουστικών έργων στο διαδίκτυο με χρήση εξοπλισμού ή λογισμικού χωρίς άδεια.
Η απόφαση καθορίζει ρητά τις αρμόδιες αρχές που έχουν την εξουσία να διαπιστώνουν τις παραβάσεις και να επιβάλλουν τα πρόστιμα. Πρόκειται για την ΑΑΔΕ, τη Γενική Διεύθυνση του ΣΔΟΕ, τη ΔΙΜΕΑ, καθώς και τις Αστυνομικές, Λιμενικές και Τελωνειακές Αρχές. Οι έλεγχοι μπορεί να διενεργούνται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας, ενώ για τις παραβάσεις ψηφιακής φύσης, όπως αυτές της παραγράφου 2Β, είναι δυνατή η διαβίβαση πληροφοριών και από τις δικαστικές αρχές, ιδίως όταν αυτές προκύπτουν από ποινική δικογραφία.
Η διαπίστωση της παράβασης αποτυπώνεται σε πράξη, η οποία περιλαμβάνει όλα τα κρίσιμα στοιχεία: την ταυτότητα του παραβάτη, την περιγραφή της παράβασης, τον αριθμό των αντικειμένων ή των παράνομων συσκευών, το ύψος του προστίμου, προηγούμενες παραβάσεις (σε περίπτωση υποτροπής) και την προβλεπόμενη διαδικασία για την υποβολή αντιρρήσεων. Παρέχεται στον παραβάτη η δυνατότητα να προβάλει έγγραφες αντιρρήσεις εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της διαπιστωτικής πράξης. Οι αντιρρήσεις εξετάζονται από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο, ο οποίος μπορεί να ακυρώσει τη διαπιστωτική πράξη παράβασης ή να εκδώσει πράξη επιβολής διοικητικού προστίμου, η οποία βεβαιώνεται και εισπράττεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Οι αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες είναι η ΔΟΥ ή το ΚΕ.Β.ΕΙΣ. της ΑΑΔΕ και τα Τελωνεία.
Η απόφαση ενσωματώνει ρυθμίσεις που καθιστούν σαφές πως η καταβολή του προστίμου, εφόσον πραγματοποιηθεί χωρίς αντιρρήσεις, οδηγεί σε μη άσκηση ποινικής δίωξης ή ακόμη και σε κατάργηση ήδη ασκηθείσας δίωξης. Στις πιο βαριές περιπτώσεις, και ιδίως για ψηφιακές παραβάσεις του άρθρου 2Β, η καταβολή του διπλάσιου του προστίμου οδηγεί σε πλήρη εξάλειψη του αξιόποινου, σύμφωνα με την παρ. 3Α του άρθρου 66 του βασικού νόμου.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στις ρυθμίσεις που σχετίζονται με την κατάσχεση υλικού ή εξοπλισμού που συνδέεται με τις παραβάσεις. Οι ελεγκτικές αρχές έχουν το δικαίωμα να προβαίνουν σε κατασχέσεις λογισμικού, συσκευών, προγραμμάτων ή εξοπλισμού, ακόμη και προσωρινής δέσμευσης υπολογιστών και διακομιστών για τη διευκόλυνση της διαπίστωσης των παραβάσεων. Ειδικά για τους Η/Υ, προβλέπεται η δυνατότητα πραγματογνωμοσύνης βάσει του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου να τεκμηριωθεί το αδίκημα.
Σημαντική καινοτομία είναι η διασύνδεση της διαδικασίας με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζονται ως υπεύθυνοι επεξεργασίας, οι οποίοι ενεργούν στη βάση της εκπλήρωσης καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον (άρθρο 6 παρ.1ε’ ΓΚΠΔ). Επιπλέον, θεσμοθετείται η δημιουργία και χρήση βάσης δεδομένων για τις παραβάσεις του άρθρου 65Α, στην οποία έχουν πρόσβαση οι ελεγκτικές αρχές, ενώ ο Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας ορίζεται ως φορέας που συλλέγει και κοινοποιεί πληροφορίες προς τους δικαιούχους.
Η απόφαση προβλέπει επίσης ότι η πληρωμή του προστίμου δεν απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων και δικαιωμάτων στους δικαιούχους των έργων. Όλες οι παραβάσεις γνωστοποιούνται στον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ώστε οι δικαιούχοι να μπορούν να διεκδικήσουν επιπλέον αξιώσεις.
Δημοσιεύτηκε στον Οδηγό του Πολίτη (https://www.odigostoupoliti.eu)
