NOMOΣ 4274/2014. Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου

NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 – 14.07.2014

Ρυθμίσεις Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 1
1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Εξαιρούνται επίσης οι μεταγωγές που γίνονται προς τα καταστήματα Γ΄ τύπου ή στα αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2.»
2. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του N. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Σε περίπτωση απόρριψης αιτήματος μεταγωγής κρατουμένου για ουσιαστικούς λόγους για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μπορεί αυτός να προσφύγει κατά της απόφασης της Κ.Ε.Μ. στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, το οποίο συνεδριάζει ως Συμβούλιο, εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απορριπτικής απόφασης.»
3. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 11 του N. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Ενήλικοι κρατούμενοι: α) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138, 187Α Ποινικού Κώδικα σε συνολική ποινή κάθειρξης άνω των δώδεκα ετών ή β) που έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ Ποινικού Κώδικα σε συνολική ποινή κάθειρξης άνω των δεκαπέντε ετών, εφόσον αυτά τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα ή γ) που κατηγορούνται για τα εγκλήματα των άρθρων της περίπτωσης α΄ και κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω, κρατούνται σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου. Ενήλικοι κρατούμενοι, για οποιοδήποτε άλλο κακούργημα, που κρίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνοι, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, για την ασφάλεια της χώρας και τη δημόσια τάξη, καθώς και για την τάξη και την ασφάλεια στα καταστήματα κράτησης Α΄ ή Β΄ τύπου, και α) έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα για τα οποία επιβλήθηκε ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δώδεκα ετών ή κατηγορούνται για εγκλήματα που επισύρουν ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ή β) έχουν καταδικαστεί ή κατηγορούνται για το έγκλημα του άρθρου 174 Ποινικού Κώδικα ή γ) έχουν τελέσει τα εξής περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα: γα) βίαιη απόδραση περισσότερων κρατουμένων με ενωμένες δυνάμεις, γβ) άσκηση βίας κατά μελών του προσωπικού του καταστήματος, γγ) εν γνώσει κατασκευή ή κατοχή αιχμηρών ή εν γένει επικίνδυνων αντικειμένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα και γδ) απόδραση κρατουμένου, κρατούνται ομοίως σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου. Τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης αυτής της κατηγορίας τελούν υπό τον έλεγχο του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού και δεν αποκλείεται να επηρεάζουν επί το αυστηρότερο τον τρόπο διαβίωσης μέσα σε αυτά.»
4. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 15 του N. 2776/1999 προστίθεται η φράση:
«, με εξαίρεση τους υποδίκους που κρατούνται σε κατάστημα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου.»
5. Η παρ. 2 του άρθρου 19 του N. 2776/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα γενικά καταστήματα κράτησης διακρίνονται σε Α΄, Β΄ και Γ΄ τύπου. Στα καταστήματα Α’ τύπου κρατούνται οι υπόδικοι, οι κρατούμενοι για χρέη, οι κρατούμενοι για εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, πλην του εγκλήματος της εκβίασης, οι κρατούμενοι για το έγκλημα της υπεξαίρεσης, καθώς και οι κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης. Στα Β΄ τύπου κρατούνται, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Στα Γ΄ τύπου, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρατούνται αποκλειστικά κατάδικοι ή υπόδικοι, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 11. Η κράτηση καταδίκων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, γίνεται με παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών, με βάση την καταδικαστική απόφαση. Η μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση των λοιπών καταδίκων ή των υποδίκων της παραγράφου 6 του άρθρου 11 σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, εφόσον κριθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι, γίνεται με αιτιολογημένη διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής. Σε αυτόν διαβιβάζονται από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά αιτήματα με αντίγραφα των ατομικών φακέλων των κρατουμένων, που τηρούνται στο κατάστημα κράτησης όπου εκτίουν την ποινή τους. Μαζί με τους ατομικούς φακέλους διαβιβάζεται και κάθε άλλο σχετικό με την κράτησή τους στοιχείο. Ο Εισαγγελέας για την εκτίμηση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του κρατουμένου συνεκτιμά τα εξής στοιχεία, που μπορεί να συντρέχουν σωρευτικά ή διαζευκτικά: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος για το οποίο κρατείται ή του πειθαρχικού παραπτώματος που τέλεσε, β) την πιθανότητα τέλεσης νέων εγκλημάτων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων, γ) την ύπαρξη υποδικίας ή καταδικαστικής απόφασης για άλλα κακουργήματα, δ) την ύπαρξη στοιχείων για την περαιτέρω εγκληματική δραστηριότητα του κρατουμένου, από άλλες συναρμόδιες για τον έλεγχο του εγκλήματος αρχές και ε) την προσωπικότητα του καταδίκου ή υποδίκου. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, όταν απειλείται η διασάλευση της τάξης και ασφάλειας του καταστήματος ή για λόγους που συνδέονται με την ασφάλεια της χώρας ή τη δημόσια τάξη, η διάταξη για τη μεταγωγή και περαιτέρω κράτηση σε κατάστημα Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου εκδίδεται, χωρίς διαβίβαση σχετικού αιτήματος, από τον ίδιο ως άνω Εισαγγελέα Εφετών του τόπου έκτισης της ποινής και εκτελείται αμέσως. Η διατασσόμενη κράτηση σε κατάστημα Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου έχει αρχική διάρκεια δύο ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Ειδικά, για τους κρατουμένους: α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, η διατασσόμενη κράτηση έχει αρχική διάρκεια τεσσάρων ετών και μπορεί να παρατείνεται με τον ίδιο τρόπο και για άλλες περιόδους, διάρκειας δύο ετών η καθεμία, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Για τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ως εκτιθείσα ποινή θεωρείται αυτή που εκτίθηκε πραγματικά, χωρίς ευεργετικό υπολογισμό. Κατά των ως άνω εκδιδομένων διατάξεων χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Δικαστικού Συμβουλίου, εντός είκοσι ημερών από την κοινοποίησή τους. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την εφαρμογή της διάταξης, το δε Συμβούλιο αποφαίνεται εντός τριάντα ημερών. Σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή, ο Εισαγγελέας μπορεί να εκδώσει νέα διάταξη για την εισαγωγή του κρατουμένου σε κατάστημα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου, εφόσον προκύψουν νέα στοιχεία, κατά της οποίας χωρεί προσφυγή με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις. Τα κατά τα ανωτέρω βουλεύματα και διατάξεις κοινοποιούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής εντός της ίδιας ως άνω προθεσμίας.»
6. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 19 του N. 2776/1999 προστίθεται η φράση:
«, με εξαίρεση τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο και τον εσωτερικό κανονισμό των καταστημάτων κράτησης Γ΄ τύπου ή των αυτοτελών τμημάτων Γ΄ τύπου στα λοιπά καταστήματα.»
7. Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 32 του N. 2776/1999, προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά από γνώμη του Κ.Ε.Σ.Φ. καθορίζονται τα επιτρεπόμενα είδη που μπορούν να πωλούνται σε κρατουμένους από τα πρατήρια-καντίνες και κυλικεία των καταστημάτων κράτησης, το ποσοστό κέρδους που περιέρχεται στο Ταμείο Κέρδους Σιγαρέττων και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων και την ενίσχυση των απόρων και ο τρόπος διάθεσής του.»
8. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 41 του N. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Σε χωριστό τμήμα των καταστημάτων κράτησης Γ΄ τύπου μπορεί να κρατούνται με σκοπό την εργασία, χωρίς επικοινωνία με τους λοιπούς κρατουμένους, κρατούμενοι που μετάγονται από καταστήματα Β΄ τύπου, για τους οποίους δεν εφαρμόζονται οι ισχύουσες για τα καταστήματα Γ΄ τύπου διατάξεις, αλλά αυτές του καταστήματος κράτησης από το οποίο μετάγονται.»
9. Α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 52 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά, για τις επισκέψεις συγγενών των κρατουμένων σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, επιτρέπονται αυτές σε συγγενείς μέχρι τρίτου βαθμού με τους όρους του προηγουμένου εδαφίου.»
Β. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά, για τους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου μπορεί να τίθενται εξαιρέσεις από την παραπάνω ρύθμιση με τον εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος.»
10. Μετά την παρ. 7 του άρθρου 53 του N. 2776/1999 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Ειδικά για τους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου, η παραβίαση των όρων επικοινωνίας και των υποχρεώσεων, που τίθενται με τα ανωτέρω εδάφια, λαμβάνεται υπόψη για την κρίση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του κρατούμενου.»
11. Στην παρ. 3 του άρθρου 54 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου δεν χορηγούνται άδειες.»
12. Μετά το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου 55 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου, πλην του Γ΄ τύπου για τα εγκλήματα: α) των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, άδειες χορηγούνται δύο έτη πριν τη συμπλήρωση: α) είκοσι ετών πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή ισόβιας κάθειρξης και β) των 3/5 πραγματικής έκτισης της ποινής, προκειμένου για ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης.»
13. Ο ως άνω θεσμός δεν εφαρμόζεται στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου. Στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης άλλου πλην του Γ΄ τύπου: α) για τα εγκλήματα των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α Ποινικού Κώδικα ή β) για τα εγκλήματα των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα, άδεια ημιελεύθερης διαβίωσης χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις συμπλήρωσης των ορίων λήψης τακτικών αδειών από τους εν λόγω κρατούμενους.
14. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 69 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι κρατούμενοι σε καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου ή σε αυτοτελή τμήματα Γ΄ τύπου δεν μετάγονται για πειθαρχικούς λόγους σε καταστήματα κράτησης άλλου τύπου.»
15. Στο άρθρο 72 του N. 2776/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η μεταγωγή κρατουμένων από κατάστημα κράτησης Γ΄ τύπου ή αυτοτελές τμήμα Γ΄ τύπου επιτρέπεται για δικονομικούς λόγους ή για λόγους υγείας. Για την ασφαλή μεταγωγή του κρατουμένου ενημερώνεται αμέσως η αρμόδια αστυνομική υπηρεσία.»

Άρθρο 2
1. Η εξωτερική και περιμετρική φύλαξη των Καταστημάτων Κράτησης Γ΄ τύπου αποτελεί αρμοδιότητα της Ελληνικής Αστυνομίας κατά παρέκκλιση του άρθρου 48 του N. 2721/1999 (Α΄ 112). Για το σκοπό αυτόν συνιστώνται ειδικές περιφερειακές Υπηρεσίες με τον τίτλο «Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου», που ακολουθείται από το τοπωνύμιο της έδρας του αντίστοιχου Καταστήματος Κράτησης. Η ίδια υπηρεσία αναλαμβάνει τη φύλαξη των θυρωρείων-εισόδων των ανωτέρω καταστημάτων.
2. Η Υπηρεσία της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται διοικητικά στην οικεία Αστυνομική Διεύθυνση και εδρεύει εξωτερικά του οικείου Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου. Η τοπική της αρμοδιότητα εκτείνεται περιμετρικά του Καταστήματος Κράτησης και σε ακτίνα που καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.
3. Η Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου έχει ως αποστολή την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εξωτερικής και περιμετρικής φύλαξης του οικείου Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου, τη φύλαξη εισόδων και εξόδων του καταστήματος, τον έλεγχο εισερχομένων προσώπων και πραγμάτων, την ασφαλή μεταγωγή και φρούρηση των κρατουμένων, τη φρούρηση των νοσηλευομένων σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο καταδίκων και υποδίκων και τη συνοδεία αυτών προς ανάκριση, εμφάνιση σε δικαστήριο ή ιατρική εξέταση, καθώς και την παροχή συνδρομής στη Διεύθυνση του Καταστήματος Κράτησης σε περιπτώσεις εκδήλωσης απείθειας, στάσης ή αντίστασης κρατουμένων σε νόμιμη διαταγή και ιδίως στη διαταγή επιστροφής και εγκλεισμού στα κελιά ή τους θαλάμους κράτησης. Η συνδρομή παρέχεται κατόπιν σχετικού εγγράφου αιτήματος του εισαγγελέα ή του αναπληρωτή του και σε κατεπείγουσες περιπτώσεις κατόπιν προφορικού αιτήματος του διευθυντή ή του αναπληρωτή του ή του Αρχιφύλακα του Καταστήματος Κράτησης.
4. Κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως άνω Υπηρεσίας εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 50 του N. 2721/1999, ενώ τηρούνται και οι διατάξεις του άρθρου 3 του N. 3169/2003 (Α΄ 189) που αφορούν στην κλιμάκωση της χρήσης του πυροβόλου όπλου, εκτός αν η τήρηση των διατάξεων αυτών είναι μάταιη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
5. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Οικονομικών, κατόπιν εισηγήσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας καταρτίζεται -και κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις- ο Κανονισμός Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας του Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου, με τον οποίο ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στην εσωτερική διάρθρωση, οργάνωση, στελέχωση της Ελληνικής Αστυνομίας με αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς και εν γένει στη λειτουργία της Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας του Καταστήματος Κράτησης Γ΄ τύπου συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των οργάνων. Με απόφαση του ίδιου Υπουργού, που εκδίδεται κατόπιν εισηγήσεως του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ρυθμίζονται θέματα επιχειρησιακής τακτικής και δράσης στην εξωτερική και περιφερειακή ζώνη προστασίας, θέματα εκπαίδευσης και εξοπλισμού του προσωπικού, καθώς και θέματα μεταγωγής και φρούρησης κρατουμένων. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου χαρακτηρίζεται ως απόρρητη και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Ο κανονισμός ασφαλείας των καταστημάτων κράτησης Γ΄ τύπου καταρτίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 65 του N. 2776/1999.»

Άρθρο 3
Στον κατάδικο που εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για τα εγκλήματα των άρθρων 187Α και 299 Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτό τελείται στο πλαίσιο του άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα δεν χορηγείται υπό όρο απόλυση, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι ετών.

Άρθρο 4
1. Η παρ. 3 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η απόλυση υπό όρο κατά την παράγραφο 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου, χορηγείται μόνο μια φορά και επεκτείνεται αυτοδικαίως σε όλες τις συντρέχουσες στην έκτιση ποινές, για τις οποίες μπορεί να καθοριστεί συνολική ποινή κατ’ άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
2. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η καταδίκη κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας για πράξη που τελέστηκε πριν την έναρξη της έκτισης της ποινής, για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση υπό όρο, δεν επιφέρει την ανάκληση της απόλυσης.»

Άρθρο 5
Στο άρθρο 187Β του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3α ως εξής:
«3α. Σε υπαίτιο οποιασδήποτε εγκληματικής πράξης, εκτός από αυτές του άρθρου 187Α Ποινικού Κώδικα, για τον οποίο, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται ότι με δική του πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση τρομοκρατικής οργάνωσης ή κατέστησε δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης τρομοκρατικής πράξης ή την ανακάλυψη και σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις τρομοκρατίας του άρθρου 187A Ποινικού Κώδικα, αναγνωρίζεται ελαφρυντική περίσταση. Σε περίπτωση που για την ανακάλυψη ή εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης ή την πρόληψη διάπραξης τρομοκρατικής πράξης ή τη σύλληψη των φυγόδικων ή φυγόποινων για τις πράξεις αυτές είναι αναγκαία η προσωρινή αποφυλάκιση του ανωτέρω υπαιτίου, το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί με βούλευμα να διατάσσει την προσωρινή αναστολή της ποινικής δίωξης του ανωτέρω και την για ορισμένο χρόνο προσωρινή του απόλυση από τη φυλακή, προκειμένου να επαληθευθούν οι ανωτέρω πληροφορίες. Αν, μετά την κατά τα ανωτέρω αναστολή της ποινικής δίωξης και αποφυλάκιση του υπαιτίου, προκύψει ότι οι δοθείσες από αυτόν πληροφορίες δεν ήταν αληθινές ή ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική οργάνωση ή για τρομοκρατικές πράξεις του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το σχετικό βούλευμα ανακαλείται, διατάσσεται και πάλι η φυλάκιση του υπαιτίου και η ανασταλείσα ποινική δίωξη κατ’ αυτού συνεχίζεται, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής άλλης ευνοϊκής διάταξης. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες, συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών, προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα τηρείται σε ειδικό αρχείο της Εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής, η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης, την πρόληψη τρομοκρατικής πράξης ή στη σύλληψη φυγόδικων ή φυγόποινων για πράξεις τρομοκρατίας. Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή μη των προβλεπόμενων στις προηγούμενες παραγράφους ευεργετημάτων. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος ή άλλων νόμων, που προβλέπουν ευνοϊκά μέτρα ή μέτρα επιείκειας, δεν θίγονται από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.»

Άρθρο 6
Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, εφαρμόζεται δε αναλόγως η παράγραφος 3 του άρθρου 340.»

Άρθρο 7
1. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης το γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, ενώ τα γενετικά αποτυπώματα του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η πράξη, τηρούνται σε ειδικό αρχείο γενετικών τύπων που συνιστάται και λειτουργεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, εποπτευόμενο από τον εισαγγελικό λειτουργό του άρθρου 4 του N. 2265/1994, μέχρι την έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή θέσεως της υπόθεσης στο αρχείο κατ’ άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 3, εκτός αν η σύγκρισή τους με αταυτοποίητα όμοια αποτυπώματα, που τηρούνται στο ίδιο αρχείο, αποβεί θετική, οπότε η τήρησή τους παρατείνεται μέχρι την αμετάκλητη αθώωση των προσώπων που αφορούν οι οικείες υποθέσεις.»
2. Στο άρθρο 200Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Όλα τα κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια, που διεξάγουν αναλύσεις DNA στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης κατόπιν παραγγελιών δικαστικών ή ανακριτικών αρχών, κοινοποιούν τα πορίσματα των αναλύσεών τους στο ειδικό αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων της παραγράφου 2.»
3. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου για την προσωρινή κράτηση δεν εφαρμόζονται για κατηγορούμενο με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, πιστοποιημένο από αρμόδιο όργανο της περίπτωσης α΄ του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα, ανεξαρτήτως της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης, με εξαίρεση τα κακουργήματα των άρθρων 134 και 187Α του Ποινικού Κώδικα και των άρθρων 22 και 23 του N. 4139/2013. Στις περιπτώσεις αυτές, εκτός των άλλων περιοριστικών όρων, μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο και ο κατ’ οίκον περιορισμός, καθώς και νοσηλεία σε νοσοκομείο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 557 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν αιτήσεώς του.»
4. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 283 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του.»

Άρθρο 8
Το άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του ο,τιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Οι κατά τα ως άνω δηλώσεις και εξηγήσεις μπορούν να γίνουν, κατά την κρίση του προέδρου, συνολικά κατά ομάδες ή συναφείς ενότητες των σχετικών αποδεικτικών μέσων που εξετάστηκαν.»

Άρθρο 9
Η παρ. 1 του άρθρου 364 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων, που συντάχθηκαν σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Η ανάγνωση των εγγράφων αυτών στο ακροατήριο γίνεται μόνο ως προς τα ουσιώδη και σημαντικά, κατά την κρίση του προέδρου, σημεία τους. Κατά της σχετικής διάταξης του προέδρου μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το Δικαστήριο. Αν χρειάζεται κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο πρόεδρος το επιδεικνύει σε αυτόν.»

Άρθρο 10
Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 473 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.»

Άρθρο 11
Απόλυση κρατουμένων υπό όρο
1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα και μέχρι, στην περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση.
2. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187, 187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342, 348Α, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1β και 2 του Ποινικού Κώδικα.
3. Όσοι απολύονται, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο.
4. Στους απολυόμενους, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδειά του, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο, από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα, κρίνει σκόπιμο. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης.
5. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
6. Απολύσεις, που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου, όπου καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας.
7. Η υπό όρο απόλυση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.
8. Κάθε αμφισβήτηση, ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μετά από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
10. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του N. 4043/2012 (Α΄ 25) εφαρμόζονται και στους κρατούμενους που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 30.6.2015 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του.
11. Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των δέκα ετών για εγκλήματα που προβλέπονται στο N. 3459/2006 (Α΄ 103), απολύονται υφ’ όρον, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

Άρθρο 12
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 19 του N. 4242/2014 (Α΄50) εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η πάθησή τους προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού ιδρύματος, που τηρούνται στο φάκελο του κατάδικου και έχουν εκδοθεί έως τις 31 Μαΐου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του και πληρούν τις τασσόμενες με αυτόν προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους κατάδικους, οι οποίοι πάσχουν από κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω.

Άρθρο 13
Στην παρ. 3 του άρθρου 1 του π.δ. 44/2002 (Α΄44) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε αυτές τις περιπτώσεις επιτρέπεται η προμήθεια από την ελεύθερη αγορά, η εισαγωγή και κατασκευή συσκευών ή συστημάτων απενεργοποίησης ασυρμάτων τηλεπικοινωνιών, χωρίς άλλες προϋποθέσεις και κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη.»

Άρθρο 14
1. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 48 του N. 2721/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στο προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου, την εξωτερική και περιμετρική φρούρηση των οποίων αναλαμβάνει η Ελληνική Αστυνομία, ανατίθενται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην παράγραφο 1, άλλα καθήκοντα, όπως επιφυλακής με ή χωρίς όπλο, οργάνωσης ομάδων περιπολιών εντός της νεκρής ζώνης, επέμβασης και ελέγχων εντός του καταστήματος και άλλες αρμοδιότητες σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια του καταστήματος. Η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Διοικητή του Τμήματος Εξωτερικής Φρούρησης ή του νόμιμου αναπληρωτή του, κατόπιν αιτήματος του Διευθυντή του οικείου καταστήματος κράτησης. Η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 19 του N. 4267/2014 (Α΄ 137) εφαρμόζεται και στο προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ΄ τύπου.»
2. Η παρ. 4 του άρθρου 50 του N. 2721/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κατέχουν υπηρεσιακό οπλισμό, δύνανται να φέρουν αυτόν και εκτός υπηρεσίας, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και επιτρέπεται, με τις ίδιες προϋποθέσεις και ύστερα από άδεια, να κατέχουν και να φέρουν και ιδιωτικό ατομικό οπλισμό. Η άδεια αγοράς του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού εκδίδεται από την αστυνομική αρχή του τόπου όπου υπηρετεί ο υπάλληλος, ύστερα από εισήγηση του Αρχιφύλακα Α΄ ή του αναπληρωτή του και με σύμφωνη γνώμη του οικείου Διευθυντή της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης, η οποία χορηγείται εφόσον ο υπάλληλος έχει μονιμοποιηθεί. Η αγορά, η συντήρηση και η εκπαίδευση στη χρήση του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού βαρύνει τον υπάλληλο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα όργανα που είναι αρμόδια για τη χορήγηση των αδειών κατοχής ιδιωτικού οπλισμού και οπλοφορίας του παραπάνω προσωπικού, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

Άρθρο 15
Η παρ. 4 του άρθρου 3 του N. 2518/1997 (Α΄164) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Για τη χορήγηση των αδειών των προηγούμενων παραγράφων ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και επιπλέον να κατέχει τίτλο επαγγελματικής κατάρτισης ειδικότητας συναφούς προς την άσκηση των δραστηριοτήτων που πρόκειται να ασκήσει. Το προσωπικό των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, το οποίο θα φέρει όπλο για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 5, απαιτείται να έχει εκπληρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι τίτλοι επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτούνται για την έκδοση των ανωτέρω αδειών εργασίας κατά κατηγορία.»

Άρθρο 16
Στην παρ. 4β του άρθρου 5 του N. 2408/1996 (Α΄104) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τις άνω θέσεις Διευθυντών μπορούν να καταλάβουν και συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα, χωρίς του περιορισμούς του ορίου ηλικίας. Η διάρκεια της θητείας τους καθορίζεται με την ως άνω υπουργική απόφαση.»

Άρθρο 17
1. Οι κατάδικοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή για τα εγκλήματα: α) των άρθρων 134, 135, 135Α, 138 και 187Α του Ποινικού Κώδικα ή β) των άρθρων 299, 380 παράγραφος 2 και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ του Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα εγκλήματα της περίπτωσης αυτής τελούνται στο πλαίσιο του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα (εγκληματική οργάνωση), μετάγονται, με παραγγελία του Εισαγγελέα Εκτέλεσης Ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, σε κατάστημα Γ΄ τύπου εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση του εσωτερικού κανονισμού του.
2. Οι κατάδικοι, που κατά το χρόνο μεταγωγής τους έχουν εκτίσει σε άλλο κατάστημα τμήμα ποινής μικρότερο των τεσσάρων ετών, κρατούνται στο κατάστημα Γ΄ τύπου μέχρι τη συμπλήρωση τετραετίας. Μετά την πάροδο της τετραετίας η κράτησή τους στο κατάστημα Γ΄ τύπου μπορεί να παρατείνεται, λόγω ιδιαίτερης επικινδυνότητας αυτών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του N. 2776/1999, για χρονική διάρκεια δύο ετών κάθε φορά.
3. Για τη συνέχιση της κράτησης στο κατάστημα Γ΄ τύπου για χρονική διάρκεια δύο ετών των καταδίκων, των οποίων η κράτηση σε άλλο κατάστημα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, αποφαίνεται, εντός διμήνου από τη μεταγωγή τους στο κατάστημα Γ΄ τύπου, ο Εισαγγελέας εκτέλεσης ποινών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 2 του N. 2776/1999 (Α΄291). Μετά την πάροδο της διετίας η κράτησή τους στο κατάστημα Γ΄ τύπου μπορεί να παρατείνεται, κατά τα οριζόμενα στην ίδια διάταξη, για χρονική διάρκεια δύο ετών κάθε φορά.
4. Οι διατάξεις του άρθρου 1 δεν εφαρμόζονται στους καταδίκους στους οποίους έχουν χορηγηθεί τουλάχιστον τρεις εκπαιδευτικές άδειες και δεν έχουν παραβιαστεί οι όροι τους, εκτός αν προκύψουν νεότερα στοιχεία ιδιαίτερης επικινδυνότητας.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από γνώμη του Κ.Ε.Σ.Φ. και του Συμβουλίου Φυλακής Γ΄ τύπου, δημοσιεύεται εντός δύο μηνών ο νέος εσωτερικός κανονισμός των καταστημάτων κράτησης Γ΄ τύπου.

Άρθρο 18
Αιτήσεις κρατουμένων για τη μεταγωγή τους, που έχουν υποβληθεί στην Κεντρική Επιτροπή Μεταγωγών για τους λόγους που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄ και γ΄ του άρθρου 72 του N. 2776/1999 και εκκρεμούν προς εξέταση κατά τη δημοσίευση του παρόντος, τίθενται στο αρχείο. Για τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών δεν συνυπολογίζονται απορριφθείσες αιτήσεις μεταγωγής μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8)
Άρθρο 19
1. Η παρ. 1 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 του N. 3900/2010 (Α΄213) και το άρθρο 45 παρ. 1 του N. 4055/2012 (Α΄51), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να απορρίπτονται είτε με απόφαση Συμβούλου ή Παρέδρου οριζόμενου από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος, η οποία λαμβάνεται χωρίς δημόσια συνεδρίαση, είτε με απόφαση δικαστικού σχηματισμού που συγκροτείται από τον Πρόεδρο και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και έναν σύμβουλο, η οποία λαμβάνεται σε συμβούλιο. Οι πάρεδροι συμμετέχουν στο σχηματισμό αυτό με αποφασιστική ψήφο. Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 20 ως εισηγητής, αν κρίνει ότι αυτό είναι προδήλως απαράδεκτο ή αβάσιμο.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η απόφαση που ελήφθη κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποιείται σε αυτόν που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του παρόντος, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο δεκαοχτώ (18) μηνών, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο το τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση που ελήφθη κατά τα ανωτέρω παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και επόμενα του παρόντος.»
3. Στο άρθρο 34Α του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Υποθέσεις που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως μπορούν να παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο με πράξη του Προέδρου του Τμήματος είτε με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Με την ίδια πράξη παραπέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.»

Άρθρο 20
Στο άρθρο 34Β του π.δ. 18/1989, που προστέθηκε με το άρθρο 45 του N. 4055/2012, απαλείφεται ο τίτλος και αντικαθίσταται η παράγραφος 1 ως εξής:
«1. Εάν, μετά την τήρηση των διαδικασιών των άρθρων 20, 21 και 23, ο εισηγητής κρίνει ότι ένδικο μέσο ή βοήθημα, για το οποίο έχει προσκομιστεί συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο που το υπογράφει, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να προτείνει στον Πρόεδρο την εκδίκασή του κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου. Εφόσον το ένδικο αυτό μέσο ή βοήθημα γίνει δεκτό κατά την εν λόγω διαδικασία, επιδικάζεται δικαστική δαπάνη για τη σύνταξη του δικογράφου. Η απόφαση ισχύει και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της από την έκδοση της, κατά την επόμενη παράγραφο, διαπιστωτικής πράξης του Προέδρου και υπόκειται έκτοτε σε τριτανακοπή, αν είναι ακυρωτική.»

Άρθρο 21
Το άρθρο 36 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 36
1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ερμηνείας και αίτηση διόρθωσης σε εκατό (100) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Ειδικώς, σε περίπτωση αιτήσεως αναστολής κατά πράξεων που εντάσσονται στη διαδικασία αναθέσεως διοικητικών συμβάσεων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων β΄, γ΄ και δ΄ του άρθρου 5 του N. 3886/2010 (Α΄173). Από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.
2. Με την εξαίρεση των περιπτώσεων του τρίτου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου, με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά των παραβόλων.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς το παράβολο.
4. Αν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε άλλο λόγο το παράβολο αποδίδεται. Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το Συμβούλιο εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμα και αν απορρίπτεται το ένδικο μέσο. Επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει ως και τον εικοσαπλασιασμό του παραβόλου. Στην περίπτωση αυτή το πρόσθετο ποσό που επιβάλλεται εισπράττεται βάσει της αποφάσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Η παράγραφος αυτή δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που καταλαμβάνονται από το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου.»

Άρθρο 22
Στο άρθρο 50 του π.δ. 18/1989 προστίθενται παράγραφοι 3α, 3β, 3γ και 3δ ως εξής:
«3α. Το δικαστήριο, αν άγεται σε ακύρωση της διοικητικής πράξης που προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως λόγω πλημμέλειας που μπορεί να καλυφθεί εκ των υστέρων και εφόσον κρίνει, ενόψει της φύσης της πλημμέλειας, και της επίδρασής της στο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης, ότι η ακύρωση της πράξης δεν είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας και για τη διασφάλιση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς και σε περίπτωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του αιτούντος, μπορεί, κατ’ εκτίμηση και των εννόμων συμφερόντων των διαδίκων, να εκδώσει προδικαστική απόφαση, η οποία κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους, και να ζητήσει από την αρμόδια υπηρεσία είτε να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ώστε να αρθεί η πλημμέλεια είτε να εκπληρώσει την οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια τάσσοντας προς τούτο αποκλειστική εύλογη προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα μήνα ούτε μεγαλύτερη από τρείς μήνες. Κανένα στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη αν προσκομισθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας και εντός δεκαπενθημέρου, οι λοιποί διάδικοι δύνανται να καταθέσουν υπόμνημα με τους ισχυρισμούς τους επί των ενεργειών της Διοίκησης και των στοιχείων που αυτή προσκόμισε.
Σε περίπτωση εφαρμογής των οριζόμενων στα προηγούμενα εδάφια, η δημοσίευση της προδικαστικής απόφασης συνεπάγεται την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά το μέρος που δεν έχει εκτελεστεί έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης.
3β. Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης.
3γ. Η διαπίστωση παρανομίας της κανονιστικής πράξης κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχό της, για λόγους αναγόμενους στην αρμοδιότητα του εκδόντος την απόφαση οργάνου και σε παράβαση ουσιώδους τύπου είναι δυνατόν να μην οδηγήσει σε ακύρωση ατομικής πράξης, εφόσον, κατά την κρίση του δικαστηρίου, έχει παρέλθει μακρό, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος της κανονιστικής πράξης που ελέγχεται παρεμπιπτόντως και οι συνέπειες της παρανομίας της σε βάρος της ατομικής πράξης μπορεί να κλονίσουν την ασφάλεια του δικαίου.
3δ. Η εφαρμογή των παραγράφων 3α, 3β, και 3γ δεν θίγει τις αποζημιωτικές αξιώσεις.»

Άρθρο 23
Η παρ. 2 του άρθρου 51 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στερείται του δικαιώματος ανακοπής ο τρίτος, στον οποίο κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως με σημείωση της δικασίμου, είκοσι (20) πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν, καθώς και οποιοσδήποτε άσκησε παρέμβαση κατά τη συζήτηση.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 24
Η παρ. 1 του άρθρου 70 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 του N. 4139/2013 (Α΄ 74), αντικαθίσταται ως εξής:
«Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης.»

Άρθρο 25
Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 1 του άρθρου 10 του N. 3659/2008 (Α΄ 77), αντικαθίσταται ως εξής:
«Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το αμφισβητούμενο με την έφεση ποσό.»

Άρθρο 26
Στην παρ. 1 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής:
«Αν ο διάδικος δεν τήρησε την παραπάνω υποχρέωσή του και το Δημόσιο παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της προσφυγής και δεν αντιλέγει, αίρεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο και το Δικαστήριο προχωρεί κανονικά στην εκδίκαση της προσφυγής.»

Άρθρο 27
Η παρ. 1 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 51 του N. 4055/2012, αντικαθίσταται ως εξής:
«Το δικαστήριο, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, και σε υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς δικαστηρίου ο οριζόμενος δικαστής, με απόφασή του μπορεί να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις του άρθρου 12 παράγραφος 2, στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες έχουν εισαχθεί σε αυτό αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.»

Άρθρο 28
Στην παρ. 1 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση στ΄ ως εξής:
«στ) ανακληθεί ή ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη από τη Διοίκηση.»

Άρθρο 29
Στο άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Αντιρρήσεις κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς το δικαστήριο του τόπου έκδοσης της απόφασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»

Άρθρο 30
1.Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του τέλους του δικαστικού ενσήμου και του παραβόλου, αν αποδεικνύεται ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του ( ευεργέτημα πενίας).»
2. Στο άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5α ως εξής:
«5α. Η απαλλαγή μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου κατά την παράγραφο 5 οργάνου, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις της είτε δεν συνέτρεχαν εξαρχής είτε έπαυσαν να συντρέχουν αργότερα είτε μεταβλήθηκαν. Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους πέτυχαν την απαλλαγή με αναληθείς δηλώσεις και στοιχεία, το κατά την παράγραφο 5 όργανο επιβάλλει σε καθέναν από αυτούς χρηματική ποινή από εκατό (100) έως διακόσια (200) ευρώ, που περιέρχονται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, χωρίς να αποκλείεται ούτε η υποχρέωσή τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί ούτε η ποινική τους δίωξη.»

Άρθρο 31
Μετά το άρθρο 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 276Α ως εξής:
«Άρθρο 276Α
1. Μετά από αίτηση του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 276, το κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 276 αρμόδιο όργανο διορίζει είτε με την περί απαλλαγής πράξη του είτε με άλλη αυτοτελή πράξη, έναν δικηγόρο, έναν συμβολαιογράφο και έναν δικαστικό επιμελητή με την εντολή να συνδράμουν τον άπορο διάδικο και να του παρέχουν την απαιτούμενη βοήθεια κατά την εκτέλεση των αναγκαίων διαδικαστικών πράξεων. Αυτοί έχουν υποχρέωση να αποδεχθούν την εντολή και να παρέχουν νομική βοήθεια, χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 5α του άρθρου 276 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Άρθρο 32
Στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του N. 4129/2013 (Α΄52), μετά το άρθρο 110 προστίθεται άρθρο 111, με τίτλο Παραρτήματα, ως εξής:

Άρθρο 33
H περίπτωση κστ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του N. 4129/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αποφαίνεται για υποθέσεις που ανακύπτουν από τον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 2 παράγραφοι 19 και 20, 3 παρ. 13 και 4 παρ. 13 του N. 2343/1995 (Α΄ 211), 1 του N. 3213/2003 (Α΄309) και 1 παρ. 1 του N. 4065/2012 (Α΄77).»

Άρθρο 34
Στο άρθρο 32Β του N. 1756/1988 (Α΄ 35) προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας συγκροτείται Ολομέλεια, η οποία αποτελείται από τον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας, τον Επίτροπο Επικρατείας, τους Αντεπιτρόπους Επικρατείας και τους Παρέδρους που υπηρετούν σε αυτή. Οι Πάρεδροι μετέχουν στην Ολομέλεια με συμβουλευτική ψήφο. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας, η Ολομέλεια είναι αρμόδια για όλα τα ζητήματα που αφορούν στη διοίκηση της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας. Συγκαλείται: α) από τον Γενικό Επίτροπο Επικρατείας, β) από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η σύγκλησή της αφορά ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του Δικαστηρίου και γ) από τουλάχιστον τρία από τα έχοντα αποφασιστική ψήφο μέλη αυτής.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΘΕΜΑΤΑ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 35
Η παρ. 1 του άρθρου 17Β του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. Στα Εφετεία Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται για μια διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για δύο (2) ακόμη έτη. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια, περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, κατά τις επόμενες παραγράφους.»

Άρθρο 36
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 49 του N. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι το βαθμό του συμβούλου Επικρατείας, του αρεοπαγίτη και του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου και του αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και ο διορισμός σε θέση αντεπιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από απόφαση του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 37
Η καταδίκη βουλευτή εν ενεργεία σε δεύτερο βαθμό για οποιοδήποτε κακούργημα επιφέρει αυτοδικαίως την αναστολή των συνδεομένων αμέσως με τη βουλευτική ιδιότητα ατελειών και προνομίων. Η αμετάκλητη δε καταδίκη αυτού για την ίδια πράξη και για τα πλημμελήματα της κλοπής (άρθρο 372 Π.Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), υπεξαίρεσης (άρθρο 375 Π.Κ.), εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 336 – 353 Π.Κ.), καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και λαθρεμπορίας, επιφέρει αυτοδικαίως την οριστική στέρηση των ανωτέρω ατελειών και προνομίων.

Άρθρο 38
1. Οι μεταβατικές έδρες των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων των περιφερειών των πρωτοδικείων, καθώς και των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων και των πλημμελειοδικείων των περιφερειών των εφετείων της χώρας καταργούνται, εκτός από αυτά που λειτουργούν σε νησιά ευρισκόμενα εκτός της έδρας του δικαστηρίου.
2. Πολιτικές και ποινικές υποθέσεις αρμοδιότητας των δικαστηρίων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίες εκκρεμούν προς εκδίκαση στις καταργούμενες μεταβατικές έδρες και για τις οποίες δεν έχει οριστεί δικάσιμος μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκδικάζονται στην έδρα των ανωτέρω δικαστηρίων.

Άρθρο 39
1. Καταργούνται οι κατωτέρω αναφερόμενες μεταβατικές έδρες των διοικητικών πρωτοδικείων:
α. Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών: Μεταβατική έδρα Ελευσίνας.
β. Διοικητικό Πρωτοδικείο Βέροιας: Μεταβατικές έδρες Έδεσσας, Γιαννιτσών και Νάουσας.
γ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου: Μεταβατική έδρα Νεάπολης.
δ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης: Μεταβατικές έδρες Κιλκίς και Πολυγύρου.
ε. Διοικητικό Πρωτοδικείο Καβάλας: Μεταβατική έδρα Δράμας.
στ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης: Μεταβατική έδρα Γρεβενών.
ζ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Λαμίας: Μεταβατική έδρα Καρπενησίου.
η. Διοικητικό Πρωτοδικείο Λάρισας: Μεταβατική έδρα Τυρνάβου.
θ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Λιβαδειάς: Μεταβατικές έδρες Θήβας και Άμφισσας.
ι. Διοικητικό Πρωτοδικείο Ναυπλίου: Μεταβατική έδρα Άργους.
ια. Διοικητικό Πρωτοδικείο Πάτρας: Μεταβατικές έδρες Αιγίου και Καλαβρύτων.
ιβ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά: Μεταβατική έδρα Σαλαμίνας.
ιγ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Πύργου: Μεταβατική έδρα Αμαλιάδας.
ιδ. Διοικητικό Πρωτοδικείο Τρικάλων: Μεταβατική έδρα Καρδίτσας.
ιε. Διοικητικό Πρωτοδικείο Χανίων: Μεταβατική έδρα Ρεθύμνου.
2. Υποθέσεις αρμοδιότητας των δικαστηρίων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίες εκκρεμούν προς εκδίκαση στις καταργούμενες μεταβατικές έδρες και για τις οποίες δεν έχει οριστεί δικάσιμος έως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκδικάζονται στην έδρα των ανωτέρω δικαστηρίων.

Άρθρο 40
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του N. 3226/2004 (Α΄24) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται δικηγόροι, η αμοιβή των οποίων κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος έχει υπερβεί το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3.»
2. Στην παρ. 2 του άρθρου 3 του N. 3226/2004 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στις ανωτέρω περιπτώσεις μη αποστολής των καταστάσεων, ο οριζόμενος συνήγορος δηλώνει υπευθύνως ότι η αμοιβή, την οποία δικαιούται για την παροχή νομικής βοήθειας κατά το τρέχον δικαστικό έτος, δεν υπερβαίνει το οριζόμενο στην επόμενη παράγραφο ποσό.»
3. Στην παρ. 3 του άρθρου 3 του N. 3226/2004 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Η ετήσια αμοιβή των δικηγόρων στους οποίους ανατίθεται η νομική βοήθεια δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Σε περίπτωση υπερβάσεως του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον συνήγορο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το ποσό αυτό μπορεί να αυξομειώνεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 15 Σεπτεμβρίου έως και τις 14 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από τη 15η Σεπτεμβρίου 2014.»
4. Στο άρθρο 3 του N. 3226/2004 προστίθενται παράγραφοι 6, 7 και 8 ως εξής:
«6. Σε συνήγορο η αμοιβή του οποίου κατά το τρέχον ημερολογιακό έτος υπερβαίνει το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 3 μπορεί να ανατεθεί νομική βοήθεια, αν δεν καθίσταται δυνατός ο ορισμός άλλου ή εφόσον: α) υπάρχει κίνδυνος συμπληρώσεως του ανωτάτου ορίου προσωρινής κρατήσεως ή του χρόνου παραγραφής ή β) συντρέχει λόγος κατεπείγοντος.
7. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 100, 340 και 376 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 41
1. Η περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 44 του N. 3689/2008 (Α΄ 165) αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α. Οι θέσεις των υπαλλήλων της Σχολής ορίζονται σε δεκαπέντε (15). Διακρίνονται σε κατηγορίες και κατανέμονται ανά κλάδο: αα. Πέντε (5) θέσεις ΠΕ Γραμματέων. ββ. Πέντε (5) θέσεις ΠΕ Οικονομολόγων. γγ. Μία (1) θέση ΠΕ Πληροφορικής. δδ. Δύο (2) θέσεις Γραμματέων. εε. Μία θέση ΤΕ Βιβλιοθηκονόμου. στστ. Μία (1) θέση Οδηγού ή Οδηγού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.»
2. Στο άρθρο 44 του N. 3689/2008 (Α΄ 165) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Τρεις από τις θέσεις ΠΕ Οικονομολόγων, με αντικείμενο το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, την υλοποίηση και διαχείριση των χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμμάτων, μπορεί να καλύπτονται με τριετή απόσπαση από προσωπικό με σχετική εμπειρία στα ζητήματα αυτά, από τη Μονάδα Διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης Α.Ε. (Μ.Ο.Δ. Α.Ε.), που ιδρύθηκε με το N. 2372/1996 (Α΄ 29), κατά προτεραιότητα, ή από προσωπικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. Η απόσπαση διενεργείται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής, μετά από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. Η απόσπαση του υπαλλήλου μπορεί να διακόπτεται με την ίδια διαδικασία και πριν τη λήξη του χρόνου αυτής. Το αποσπώμενο προσωπικό εξακολουθεί να λαμβάνει το σύνολο των αποδοχών του με τα πάσης φύσεως επιδόματα της οργανικής θέσης του, από το φορέα από τον οποίο αποσπάται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους.»

Άρθρο 42
Στο άρθρο 2 του N. 2073/1992 (Α΄126) προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας εν συμβουλίω, μπορούν να τροποποιούνται οι παραπάνω χρήσεις, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος.»

Άρθρο 43
1. Η παρ. 9 του άρθρου 17Α του N. 2523/1997 (Α΄179) αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Για την επιστημονική, διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη του έργου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και των εισαγγελικών λειτουργών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, συστήνεται στο Υπουργείο Οικονομικών, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, Γραφείο Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, το οποίο διευθύνεται από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Υπηρεσιακή Μονάδα του Γραφείου Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος μπορεί να συστήνεται με απόφαση του ίδιου Υπουργού και στην Περιφερειακή Διεύθυνση Κεντρικής Μακεδονίας του Σ.Δ.Ο.Ε.. Για την επιστημονική υποστήριξη του έργου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και των Εισαγγελέων που τον επικουρούν συστήνεται στο γραφείο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, ιδιαίτερο τμήμα. Με την ίδια απόφαση δημιουργούνται οι αναγκαίες θέσεις προσωπικού του τμήματος, οι οποίες καλύπτονται με μετακίνηση προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών ή με απόσπαση από άλλες υπηρεσίες, μετά από πρόταση του ίδιου Εισαγγελέα. Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του αρμόδιου, κατά περίπτωση, Υπουργού για διάρκεια δύο (2) ετών, χωρίς να απαιτείται γνώμη των υπηρεσιακών συμβουλίων, και μπορεί να ανανεώνεται με όμοια απόφαση για ίσο χρονικό διάστημα. Το επιστημονικό προσωπικό κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του έχει δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου. Η θητεία του προσωπικού του τμήματος, λογίζεται ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στη θέση από την οποία προέρχονται. Καθήκοντα προϊσταμένου του τμήματος, ασκεί υπάλληλος ΠΕ με βαθμό Α΄ που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η θέση του προϊσταμένου του τμήματος, αντιστοιχεί σε θέση προϊσταμένου τμήματος για όλες τις συνέπειες και η θητεία του σε αυτή λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη. Η δαπάνη μισθοδοσίας των υπαλλήλων του τμήματος βαρύνει την υπηρεσία από την οποία προέρχονται, σε κάθε δε περίπτωση, οι αποδοχές τους δεν υπολείπονται του συνόλου των τακτικών αποδοχών που τους καταβάλλονταν από την οργανική τους θέση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους.
2. Μετά την παρ. 9 του άρθρου 17Α του N. 2523/1997 (Α΄179) προστίθεται νέα παράγραφος 9α ως εξής:
«9α. Για τη γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη του έργου του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και των Εισαγγελέων που τον επικουρούν, συστήνεται στο Γραφείο, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, αυτοτελές Τμήμα Γραμματείας. Η Γραμματεία στελεχώνεται από δέκα (10) δικαστικούς υπαλλήλους όλων των κατηγοριών, η απόσπαση των οποίων διενεργείται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών και μπορεί να ανανεώνεται για ίσο χρονικό διάστημα. Οι εν λόγω υπάλληλοι υπάγονται για τα θέματα της υπηρεσιακής τους κατάστασης στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Καθήκοντα προϊσταμένου του Τμήματος ασκεί δικαστικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, ο οποίος ορίζεται με πράξη του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Η θητεία του προϊσταμένου του Τμήματος λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική και μισθολογική του εξέλιξη. Η θητεία των αποσπασμένων δικαστικών υπαλλήλων στο Τμήμα λογίζεται ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στη θέση από την οποία προέρχονται. Η δαπάνη για τη μισθοδοσία και τις κάθε φύσης αποδοχές των δικαστικών υπαλλήλων βαρύνει την υπηρεσία από την οποία προέρχονται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους.»

Άρθρο 44
Στους υπαλλήλους των καταστημάτων κράτησης, που είναι θύματα εγκλημάτων βίας από πρόθεση, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 4 του N. 3811/2009 (Α΄ 931), τα οποία τους προκάλεσαν αναπηρία ή βαριά παραμόρφωση και έχουν τελεστεί στην ημεδαπή, μετά την 1.1.2010 χορηγείται αναρρωτική άδεια με αποδοχές, χωρίς διακοπή, μέχρις ότου η οικεία υγειονομική επιτροπή γνωματεύσει ότι είναι ικανοί προς εργασία.

Άρθρο 45
1. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 45 του N. 4139/2013 (Α΄ 74) αντικαθίσταται ως εξής:
«Με βάση τα έσοδα αυτά, ύστερα από πρόταση της Εθνικής Επιτροπής Σχεδιασμού και Συντονισμού για την Αντιμετώπιση των Ναρκωτικών, εγγράφονται σχετικές πιστώσεις στους προϋπολογισμούς των Υπουργείων Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Υγείας και Ναυτιλίας και Αιγαίου και διατίθενται για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών.»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 46 του N. 4139/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα ποσά που αποδίδονται στα Υπουργεία Οικονομικών, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου, κατ’ εφαρμογή του προηγούμενου άρθρου, διατίθενται αποκλειστικά στις αρμόδιες Υπηρεσίες για τη δίωξη των εγκλημάτων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, για την προμήθεια τεχνικών μέσων, την εκπαίδευση του προσωπικού τους και τη χρηματοδότηση της επιχειρησιακής τους δράσης.»

Άρθρο 46
Η παρ. 21 του άρθρου 11 του N. 2273/1994 (Α΄ 223) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η διαχειριστική χρήση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αρχίζει την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και τελειώνει την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού. Ειδικά, η διαχειριστική χρήση που άρχισε την 1η Σεπτεμβρίου 2012 λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2013, δηλαδή έχει υπερδωδεκάμηνη διάρκεια. Η παρούσα διάταξη έχει αναδρομική ισχύ από 31.8.2013.
H υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α., καθώς και η κατάρτιση του ισολογισμού της διαχειριστικής χρήσης 1.9.2012 -31.12.2013 μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσα σε 20 μέρες από τη δημοσίευση της παρούσας.»

Άρθρο 47
1. Επιπλέον των προβλεπομένων στο άρθρο 53 του N. 4264/2014, όλοι οι επιτυχόντες που έλαβαν μέρος στις εξετάσεις πανελλαδικού επιπέδου του σχολικού έτους 2013- 2014 και κατετάγησαν σε θέση εισαγωγής σε σχολή ή τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τεκμαίρεται ότι έχουν δικαίωμα μεταφοράς της θέσης εισαγωγής τους σε αντίστοιχη σχολή ή τμήμα, εφόσον, κατά το έτος 2013, το ετήσιο εισόδημα του δυνητικά δικαιούχου και των μελών της οικογένειάς του δεν ξεπερνά το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ κατά κεφαλή.
2. Η μεταφορά της θέσης πραγματοποιείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και επιτρέπεται μόνο σε αντίστοιχη σχολή ή τμήμα από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο ή από ΤΕΙ σε ΤΕΙ. Ο αριθμός των μεταφερομένων θέσεων δεν επιτρέπεται να ξεπερνά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αριθμού των εισακτέων ανά σχολή ή τμήμα.
3. Οι δικαιούχοι μεταφοράς δύνανται να υποβάλουν σχετική αίτηση στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για ένα (1) αντίστοιχο τμήμα ή Σχολή Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ.
4. Κριτήρια κατάταξης των δυνητικά δικαιούχων ανά σχολή ή Τμήμα είναι με σειρά προτεραιότητας τα παρακάτω:
α) Το κατά κεφαλήν εισόδημα του δικαιούχου και των μελών της οικογένειάς του κατά το έτος 2013 κατά αύξουσα κατανομή και
β) σε περίπτωση ίδιου ποσού εισοδήματος, τα μόρια εισαγωγής των δυνητικά δικαιούχων κατά φθίνουσα σειρά κατάταξης.
5. Αμοιβαία μεταφορά θέσης εισαγωγής χωρίς τον περιορισμό εισοδηματικού κριτηρίου ή κριτηρίου ποσόστωσης επιτρέπεται σε αντίστοιχη σχολή ή τμήμα από Πανεπιστήμιο σε Πανεπιστήμιο ή από ΤΕΙ σε ΤΕΙ. Η αμοιβαία μεταφορά θέσης δεν επιτρέπεται από και προς σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης.
6. Η διαδικασία για την υποβολή αιτήσεων, τη μεταφορά της θέσης εισαγωγής, η εξειδίκευση των κριτηρίων χορήγησης της μεταφοράς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων.
7. Η αντιστοιχία των Σχολών και των Τμημάτων των ΑΕΙ καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους τίτλους των αντιστοίχων σχολών, τμημάτων και των εισαγωγικών κατευθύνσεων αυτών, καθώς και τα παρεχόμενα επαγγελματικά δικαιώματα, όπου αυτά υφίστανται. Η απόφαση εκδίδεται μετά από γνώμη της ΑΔΙΠ, η οποία περιέρχεται στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εντός της αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την περιέλευση σε αυτή του ερωτήματος του Υπουργού.
8. Στο τέλος της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 53 του N. 4264/2014 τίθεται φράση ως εξής:
«και αποδεικνύονται με πιστοποιητικά αναπηρίας του οικείου Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ),».

Άρθρο 48
Πρόγραμμα Εθελοντικής Ενδοαυτοδιοικητικής Κινητικότητας
1. Η παρ. 1 του άρθρου 30 του N. 4223/2013 (Α΄ 287), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, τροποποιείται ως εξής:
«Επιτρέπεται η μετάταξη μονίμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλων των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ), της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝΠΕ), των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων (ΠΕΔ) και του Ινστιτούτου Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ) σε κενές ή συνιστώμενες με την πράξη μετάταξης θέσεις αντίστοιχου κλάδου ή ειδικότητας άλλων Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος, της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος και των Περιφερειακών Ενώσεων Δήμων με την επιφύλαξη του άρθρου 16 του N. 3448/2006 (Α΄ 57), του άρθρου 5 του N. 3613/2007 (Α΄ 263), του άρθρου 53 του N. 3979/2011 (Α΄ 38) και του άρθρου 21 του N. 4210/2013 (Α΄ 254).»
2. Η υποβολή αιτήσεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 30 του N. 4223/2013, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, δύναται να λάβει χώρα, από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως τις 29.8.2014.
3. Προς υποβοήθηση της ανωτέρω υποβολής αιτήσεων, το Υπουργείο Εσωτερικών, αμελλητί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανακοινώνει τα αιτήματα των φορέων υποδοχής, που είχαν υποβληθεί σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 30 του N. 4223/2013 (Α΄ 287) και δεν έχουν ικανοποιηθεί. Η ανακοίνωση του προηγουμένου εδαφίου έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζει την υποβολή αιτήσεων προς κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών φορέων υποδοχής μη συμπεριλαμβανομένων στην ανακοίνωση.
4. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 2 του άρθρου 30 του N. 4223/2013, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 51 του N. 4250/2014 και ισχύει, απαλείφονται οι λέξεις «ή του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου».

Άρθρο 49
Μεταφορά μαθητών δημόσιων σχολείων
1.α. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διαγωνισμοί για τη μεταφορά μαθητών σχολικού έτους 2014-2015 έχουν δημοσιευθεί αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί έως την έναρξη του σχολικού έτους, η Οικονομική Επιτροπή μπορεί, κατ’ εξαίρεση των κείμενων διατάξεων, να αποφασίζει την ανάθεση εκτέλεσης των σχετικών δρομολογίων στους προσωρινούς μειοδότες έως την ολοκλήρωση των διαγωνισμών με την υπογραφή των οικείων συμβάσεων και όχι πέραν της 28.2.2015. Εάν στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν έχουν αναδειχθεί προσωρινοί μειοδότες, η Οικονομική Επιτροπή μπορεί να αναθέτει για το ίδιο χρονικό διάστημα την εκτέλεση των δρομολογίων κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 83 του N. 2362/1995 (Α΄ 247), όπως ισχύει, τηρουμένων των προϋποθέσεων διαφάνειας και ανταγωνισμού. Με την ολοκλήρωση των αρχικών διαγωνισμών οι συμβάσεις των προηγούμενων εδαφίων λύονται αυτοδικαίως και αζημίως.
β. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, το συμβατικό κόστος εκάστου δρομολογίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μέγιστη αποζημίωση που προκύπτει από την εφαρμογή της υπ’ αριθμ. 24001/11.6.2013 κ.υ.α. (Β΄ 1149).
2. Ο προβλεπόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 278 του N. 3852/2010 (Α΄ 87), έλεγχος για τις συμβάσεις της προηγούμενης παραγράφου, ποσού ύψους άνω των 200.000 ευρώ και χωρίς ανώτατο όριο, διενεργείται από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών του μεγαλύτερου Δήμου της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία αφορά η σύμβαση μεταφοράς μαθητών.
3. Από τη δημοσίευση του παρόντος δεν εφαρμόζεται η παρ. 6 του άρθρου 10 του π.δ. 118/2007 (Α΄ 150) στις αντίστοιχες διαδικασίες για τη μεταφορά μαθητών δημόσιων σχολείων από τις Περιφέρειες.

Άρθρο 50
Διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των χερσαίων σημείων εισόδου και εξόδου που ευρίσκονται στη χωρική αρμοδιότητα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης
1. Στην αρμοδιότητα του Υπουργού Εσωτερικών και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης αντίστοιχα, περιέρχεται η διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των χερσαίων σημείων εισόδου και εξόδου της χωρικής αρμοδιότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 2647/1998 (Α΄ 237), όπως κάθε φορά ισχύει. Τα έσοδα από την εκμετάλλευση των εν λόγω σημείων εισόδου και εξόδου αποτελούν έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού. Στον Προϋπολογισμό της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης εγγράφονται κατ’ έτος πιστώσεις ισόποσες με τα έσοδα του παραπάνω εδαφίου, για την αντιμετώπιση των δαπανών συντήρησης και λειτουργίας των συγκεκριμένων χώρων.
2. Στις προβλέψεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται τα υφιστάμενα σημεία εισόδου-εξόδου Ορμένιου Ν. Έβρου, Εξοχής Ν. Δράμας, Αγ. Κωνσταντίνου – Εχίνου Ν. Ξάνθης, Κυπρίνου και Νυμφαίας Ν. Ροδόπης και Προμαχώνα Ν. Σερρών.
3. Για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου:
α) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η κυριότητα των εδαφικών εκτάσεων συνολικού εμβαδού 93.270 τ.μ., στην Ορεστιάδα Ν. Έβρου (πρώην συνοριακός σταθμός Ορμένιου Ν. Έβρου και νυν χερσαίο σημείο εισόδου-εξόδου), όπως αυτή μεταβιβάστηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού στο δήμο Ορεστιάδας Ν. Έβρου με τις διατάξεις του άρθρου 36 του N. 4049/2012 (Α΄ 35), παραχωρείται χωρίς αντάλλαγμα στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στη θέση του Δήμου Ορεστιάδας Ν. Έβρου.
β) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η κυριότητα των εδαφικών εκτάσεων συνολικού εμβαδού 97.284,35 τ.μ., στη Σιντική Ν. Σερρών (πρώην συνοριακός σταθμός Προμαχώνα και νυν χερσαίο σημείο εισόδου-εξόδου), όπως αυτή μεταβιβάστηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού στο Δήμο Σιντικής Ν. Σερρών με τις διατάξεις του άρθρου 36 του N. 4049/2012 (Α΄ 35), παραχωρείται χωρίς αντάλλαγμα στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στη θέση του Δήμου Σιντικής Ν. Σερρών.
γ) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η κυριότητα της εδαφικής έκτασης εμβαδού 457,65 τ.μ. με το κτίσμα εμβαδού 168 τ.μ. εντός του πρώην συνοριακού σταθμού Προμαχώνα (νυν σημείου εισόδου-εξόδου) στη Σιντική Σερρών, όπως αυτή περιγράφεται στο υπ’ αριθμ. 611/140/49789/Ιανουαρ. 2008 τοπογραφικό διάγραμμα EOT και προσδιορίζεται στο άρθρο 36 του N. 4049/2012 (Α΄ 35) παραχωρείται χωρίς αντάλλαγμα στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στη θέση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT).
4. Για τις εδαφικές εκτάσεις και τα επ’ αυτών ακίνητα ιδιοκτησίας Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και των Δήμων Ορεστιάδας Ν. Έβρου και Σιντικής Ν. Σερρών, που μεταβιβάζονται κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εσωτερικών η οποία μεταγράφεται στα οικεία Βιβλία Μεταγραφών των αρμοδίων Υποθηκοφυλακείων ή Κτηματολογικών Γραφείων και κάθε σχετική πράξη απαλλάσσεται από κάθε φόρο μεταβίβασης ακινήτου, τέλος χαρτοσήμου ή άλλο φόρο ή τέλος ή δικαίωμα υπέρ του Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, Ν.Π.Δ.Δ. και γενικά υπέρ οποιουδήποτε τρίτου.
5. Τα ποσά που καταβλήθηκαν κατά το τρέχον έτος από τα έσοδα της παρ.1 του άρθρου 259 του N. 3852/2010 (Α΄ 87) στους Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού για την κάλυψη δαπανών λειτουργίας των σημείων εισόδου-εξόδου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, επιστρέφονται κατόπιν σχετικής απόφασης του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, από το λογαριασμό των οικείων Περιφερειακών Ταμείων Ανάπτυξης, στο λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών που τηρείται στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων με τον τίτλο «Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι των Δήμων για κάλυψη λειτουργικών και λοιπών γενικών δαπανών».

Άρθρο 51
α) Οι χορηγήσεις οικονομικής ενίσχυσης προς τους πλοιοκτήτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) επαγγελματικών αλιευτικών σκαφών για την υλοποίηση πράξεων προμήθειας εξοπλισμών, μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ ανά συσκευή και ανά σκάφος, που επιβάλλονται από τις διατάξεις της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και του Κοινοτικού και Εθνικού Συστήματος Ελέγχου, δεν κατάσχονται, δεν υπόκεινται σε κανενός είδους παρακράτηση και δεν συμψηφίζονται με τυχόν οφειλές του σκάφους και του/των πλοιοκτήτη/των, προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Ως εκ τούτου απαλλάσσονται από την υποχρέωση προσκόμισης φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, οι υπόχρεοι πλοιοκτήτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα) και τα υπόχρεα αλιευτικά σκάφη, κατά την πληρωμή.
β) Η διάταξη της παραγράφου α΄ εφαρμόζεται και στις κοινές υπουργικές αποφάσεις χρηματοδότησης προμήθειας εξοπλισμών στα επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη, που έχουν εκδοθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και απαιτούν την προσκόμιση αποδεικτικού φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, προκειμένου να καταβληθεί η χορήγηση της προβλεπόμενης οικονομικής ενίσχυσης, καθώς και η εκκαθάρισή της από τις αρμόδιες υπηρεσίες δημοσιονομικού ελέγχου.
γ) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κάθε γενική η ειδική διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται με τον παρόν άρθρο καταργείται.

Άρθρο 52
Προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 54 του N. 4115/2013 (Α΄ 24), έχουσα ως ακολούθως:
«3. Αποφάσεις των Συλλόγων των Διδασκόντων που ελήφθησαν οποτεδήποτε θεωρούνται νόμιμες, εάν είναι σύμφωνες με τις ρυθμίσεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου.»

Άρθρο 53
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 11 Ιουλίου 2014

 

NOMOΣ 4274/2014 – ΦΕΚ Α 147 (pdf)