Ασφάλιση αυτοκινήτου. Τι ισχύει όταν ο ασφαλισμένος οδηγός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος

Ασφάλιση αυτοκινήτου. Τι ισχύει όταν ο ασφαλισμένος οδηγός τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος

 

Είναι ανεπίτρεπτη και άκυρη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 33 παρ. 1 και 7 παρ. 5 του ν. 2496/1997, συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή που περιέχεται σε σύμβαση προαιρετικής ασφάλισης οχήματος για προσωπικό ατύχημα οδηγού, σύμφωνα με την οποία ρήτρα εξαιρείται από την ασφάλιση η περίπτωση εκείνη που ο ασφαλισμένος οδηγός τελούσε, κατά την επέλευση κινδύνου, υπό την επήρεια οινοπνεύματος, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ.

 

Αριθμός 181/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

 

Απόσπασμα

Κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 “αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, η ασφάλιση ατυχημάτων περιλαμβάνει τις σωματικές βλάβες που προέρχονται από εξωτερική, βίαιη, αιφνίδια και ξένη προς την πρόθεση του ασφαλισμένου αιτία, εφόσον προκαλέσει προσωρινή ή μόνιμη, μερική ή ολική αναπηρία ή θάνατο ή ανάγκη νοσηλείας”. Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του πιο πάνω ασφαλιστικού νόμου ορίζεται ότι “κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, κατ’ αρχήν, ότι το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω ασφαλιστικού νόμου αποτελούν ρυθμίσεις -ημιαναγκαστικού- δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορεί να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα του λήπτη της ασφαλίσεως, παρά μόνο να διευρυνθούν.

Με τον κανόνα αυτό, του ημιαναγκαστικού χαρακτήρα των διατάξεων του ασφαλιστικού νόμου, εκδηλώνεται, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφαλίσεως μέρος. Πράγματι, στη σύγχρονη ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσεως, είναι εμφανής η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου καταναλωτή, δηλαδή του προσώπου που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, ενόψει του ότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με ενδεχόμενη συνέπεια τη φαλκίδευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής καλύψεως μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας.

Περαιτέρω όμως, με την ίδια διάταξη, εισάγονται δύο εξαιρέσεις από τον προαναφερόμενο κανόνα. Η πρώτη, αναφέρεται σε διαφορετικού περιεχομένου ειδικές ρυθμίσεις του νόμου αυτού, όπως είναι οι περιπτώσεις α) του άρθρου 7 παρ. 3, που επιτρέπει, για την κάλυψη των εξόδων από τη λήψη εκ μέρους του λήπτη της ασφαλίσεως των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή ή μείωση της ζημίας, τα οποία βαρύνουν κατά το νόμο τον ασφαλιστή, αντίθετη συμφωνία, αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, β) του άρθρου 7 παρ. 6, σύμφωνα με την οποία με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή (της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου), αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, γ) του άρθρου 14 παρ. 4, κατά την οποία, αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο που από υπαιτιότητα των υπόχρεων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού δικαιώματος (κατά του τρίτου που προξένησε τη ζημία), δ) του άρθρου 18 παρ. 4, που επιτρέπει τη συμβατική τροποποίηση των ρυθμίσεων του άρθρου αυτού για την ανοικτή ασφάλιση, αν ο λήπτης της ασφαλίσεως ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, ε) του άρθρου 19 παρ. 5, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα συμβατικής τροποποίησης των ρυθμίσεων του νόμου για την ασφάλιση πυρκαγιάς, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργεί στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους. Χαρακτηριστικό των περιπτώσεων της εν λόγω εξαιρέσεως, με την οποία ο νομοθέτης απομακρύνεται από τον προαναφερόμενο κανόνα, είναι, όπως γίνεται φανερό, η ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφαλίσεως.

Η δεύτερη εξαίρεση αναφέρεται στις ασφαλίσεις μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης και στη θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών, ως εξ ορισμού εμπορικές ασφαλίσεις, οι οποίες κατονομάζονται περιοριστικά. Πρόκειται για ειδικές περιπτώσεις εμπορικής ασφαλίσεως μεγάλων επαγγελματικών κινδύνων, στις οποίες προκρίνεται από το νομοθέτη, για τη διαμόρφωση των όρων των ασφαλιστικών αυτών συμβάσεων, να αναπτυχθεί πλήρως η συμβατική ελευθερία των μερών, αδέσμευτη από τους προστατευτικούς υπέρ του ασφαλισμένου περιορισμούς του Ν. 2472/1997, η λειτουργία των οποίων δεν βρίσκει εδώ δικαιολογική βάση, εφόσον μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει, ενόψει ιδίως του αντικειμένου της ασφαλίσεως και της επαγγελματικής δραστηριότητας του λήπτη της ασφαλίσεως, η ιδιωτική αυτονομία με όρους ουσιαστικά διαπραγματευτικής ισοδυναμίας (Ολ.ΑΠ 19/2015, Ολ.ΑΠ 14/2013).

 




 

Περαιτέρω, με τον Ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφάλισης της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, όπως κωδικοποιήθηκε με το π. δ. 237/1986, ρυθμίζεται η υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων για ατυχήματα από αυτοκίνητα. Δεν αποκλείεται όμως, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, με το ίδιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με το οποίο ασφαλίστηκε η παραπάνω αστική ευθύνη, να συναφθεί μεταξύ των συμβληθέντων και πρόσθετη ασφάλιση προσωπικού ατυχήματος του οδηγού του αυτοκινήτου. Η ασφάλιση αυτή είναι προαιρετική και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Ν. 2496/1997 περί ιδιωτικής ασφαλίσεως, και όχι από τον Ν. 489/1976.

Κατά συνέπειαν, όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος ή, σε περίπτωση θανάτου αυτού, οι κληρονόμοι του, δικαιούνται να απαιτήσουν από τον ασφαλιστή, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, την καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίσματος, στην αξίωση τους δε αυτή ουδεμία ασκεί νομική επιρροή η ύπαρξη ή μη υπαιτιότητας του προκαλέσαντος την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 1788/2011).

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013).

Το πλήρες κείμενο της απόφασης 181/2022 του Αρείου Πάγου δημοσιεύεται στο dsanet,gr